PABLO NERUDA
ΠΑΤΑΓΩΝΙΑ
Ι
Τοπίο τραχύ,
τοῦ νεροῦ ἀκρότατε Νότε,
ἔτρεξα τὰ πλευρά,
τὰ πόδια,
τὰ παγωμένα δάχτυλα
τοῦ πλανήτη μας,
κοιτάζοντας πρὸς τὰ ἐπάνω,
τὴ σκληρὴ συνοφρύωση θωρώντας,
ἐπίμονα βουνά, παρατημένο χιόνι,
θόλους τοῦ διαστήματος,
καὶ εἶδα
κάτω ἀπ᾽ τὶς σιδερένιες φτεροῦγες
σὰν ζωνάρι ποὺ λύνεται
τῆς φύσης
τὴν ἐχθρότητα.
Ἐδῶ, κορυφὲς τοῦ σκότους,
ἀνεμοθύελλες,
καὶ ἡ ἀπέραντη περηφάνεια
ποὺ ἀντανακλοῦν
οἱ ἐρημότοποι,
ἐδῶ, σὲ κάποια συνάθροιση
ριζῶν
ἢ καὶ μόνο μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου
πρέπει ἐγὼ νὰ γεννήθηκα.
Πρέπει νὰ δῶ,
ἔχω ξεκάθαρες ὑποχρεώσεις
σὲ τούτη ᾽δῶ τὴ συγκεχυμένη διαύγεια
καὶ μοῦ βαραίνει τὸ σύμπαν τὸ παρελθὸν
ὡσὰν ἡ μικρὴ μου ἀνθρώπινη ἱστορία
νά ᾽χει γραφτεῖ μὲ τὴ βία στὸ χιόνι
καὶ τώρα ν᾽ ἀνακαλύπτω ἐγὼ
τὸ ἀληθινό μου ὄνομα, τὴν ἀνήμερή μου κατάπληξη,
τῆς ζωῆς τὴν ἡφαίστεια ἀγαλμάτινη ὄψη.
ΙΙ
Η πατρίδα γδύνεται
πέταλο τὸ πέταλο,
βγάζει τὰ κουρέλια της,
γιατὶ ἀπὸ τόση καὶ τόση ἐρημιὰ
δὲν βγάζει ὁ ἄνθρωπος ἄνθος,
οὔτε δαχτυλίδι, οὔτε καπέλο·
σὲ τοῦτα τ᾽ ἄγονα ὑψίπεδα βρῆκε μὀνο
τὴ γλώσσα
ποὺ μιλοῦν οἱ ἀνεμοθύελλες,
τὰ δόντια τοῦ χιονιοῦ,
τὰ μπερδεμένα κλαδιὰ
τῶν ποταμῶν.
Ἐμένα ὅμως μὲ γαληνεύουν
τοῦτα τὰ ὄρη,
ἡ μονόχνωτη γαλήνη,
τὸ κορμὶ τῆς σελήνης
ποὺ ἔχει γίνει κομμάτια
σὰν σπασμένος καθρέφτης.
Ἀπὸ ψηλὰ χαϊδεύω
τὸ δέρμα μου, τὰ μάτια μου,
τὴ θλίψη μου,
καὶ στοῦ ἑαυτοῦ μου τὴν προέκταση βλέπω τὸ σκοτάδι:
ἀναγνωρίζω τὴν Παταγωνία μου·
ἀπὸ τὶς ἐπάλληλες ἄγριες συγκρούσεις κατάγομαι
κάποιου τεράστιου ἀστεριοῦ
ποὺ ἔπεσε καὶ μὲ σκόρπισε,
καὶ δὲν εἶμαι παρὰ μόνο μιὰ ρίζα λαβωμένη
τοῦ δύσμορφου ἐκείνου τοπίου·
μ᾽ ἔκαψαν οἱ χιονοστρόβιλοι,
οἱ ἀκίδες τοῦ πάγου,
ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ἀνέμου,
ἡ διαυγής ὠμότητα, ἡ νύχτα ἡ καθαρὴ καὶ σκληρότατη
σὰν ἀγκάθι.
Ἀπαιτῶ
ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπὸ τὴ μοίρα
τούτη τὴ σιωπὴ
ποὺ μοῦ ἀνήκει.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου