Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΞΕΝΟ ΤΟΝ ΚΥΘΗΡΙΟ
10 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Η 341e
Γιὰ τὸν Φιλόξενο λόγο κάνει καὶ ὁ Σώπατρος ὁ παρωδὸς καὶ λέει:
Στὴ μέση κάθεται τοῦ τραπεζιοῦ,
ὅπου οἱ πιατέλες μὲ τὰ ψάρια
ἔρχονται καὶ πᾶνε, καὶ πᾶνε κι ἔρχονται
καὶ περιμένει πότε ἀπ᾽ τῆς Αἴτνας
τὸ στόμα μέσα θά ᾽βγει μουσική.
11 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Η 341a
Γιὰ τὸν κυθήριο διθυραμβοποιὸ Φιλόξενο ὁ κωμωδιογράφος Μάχων γράφει τὰ ἑξῆς:
Ὁ Φιλόξενος, λένε, ὁ ποιητὴς τῶν διθυράμβων,
ἤτανε ὑπερβολικὰ ψαροφαγάς. Λένε δὲ
ὅτι μιὰ φορὰ στὶς Συρακοῦσες
ἕνα χταπόδι δύο πῆχες βρῆκε καὶ τὸ ἀγόρασε,
καὶ ἀφοῦ τό ᾽ψησε τό ᾽φαγε ὅλο
ἐκτός ἀπ᾽ τὴν κουκούλα του· τὸν ἔπιασε
ὅμως δυσπεψία φοβερὴ καὶ τὰ χρειάστηκε
γιὰ τὰ καλά· ἕνας γιατρὸς μετὰ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν δεῖ
καὶ ἐξετάζοντάς τον τόνε βρῆκε χάλια,
τοῦ εἶπε: «Ἂν σοῦ μένει κάτι ἀκόμα
νὰ τακτοποιήσεις, κάν᾽ το γρήγορα,
μὴν ἀμελεῖς, Φιλόξενε — πρὶν πάει
ἑφτὰ ἡ ὥρα θὰ πεθάνεις».
Ὁ ποιητὴς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Οἱ ὑποθέσεις μου,
γιατρέ, ἔχουν ὅλες τους κανονιστεῖ... ὅλα
ἐν τάξει ἀπὸ καιρὸ εἶναι τώρα... ρυθμισμένα.
Τοὺς διθυράμβους μου, μὲ τὴ βοήθεια τῶν θεῶν,
τοὺς ἔχω κάνει πιὰ ἄντρες ὁλόκληρους
κι ὅλοι τους ἔχουν τιμηθεῖ μὲ στεφάνια νίκης·
στὶς Μοῦσες, στὶς συντρόφισσές μου, τοὺς ἀφήνω,
καὶ τῆς διαθήκης μου ἐκτελεστὲς ἔχω ὁρίσει
τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὸν Διόνυσο —
τὸ ἔχω σαφῶς γραμμένο, δὲν χρειάζεται ἑρμηνεία.
Μὰ ἐπειδὴ ὁ Χάρος τοῦ Τιμόθεου
δὲν μ᾽ ἀφήνει στιγμὴ σὲ ἡσυχία,
γι᾽ αὐτόνε λέω ποὺ γράφει στὴ Νιόβη του,
κι ὅλο μὲ φωνάζει νὰ μπῶ στὸ πορθμεῖο του,
κι ἐπειδὴ ἡ μαύρη μοίρα μὲ καλεῖ
καὶ ἀναγκαστικὰ νὰ τὴν ἀκούσω πρέπει
καὶ κάτω ἐγὼ νὰ κατεβῶ, γι᾽ αὐτό, θερμοπαρακαλῶ,
δῶστε μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπὸ τὸ χταποδάκι μου,
νὰ πάω ἐκεῖ μ᾽ ὅλα τὰ πράγματά μου».
Καὶ σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο γράφει:
Λένε πὼς κάποτε ὁ Φιλόξενος ἀπὸ τὰ Κύθηρα
ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ τρεῖς πῆχες λάρυγγα νά ᾽χε,
«γιὰ νά ᾽χω», εἶπε, «πολλὴ ὥρα νὰ καταπίνω
ὅ,τι τρώω καὶ ν᾽ ἀπολαμβάνω τέλεια
ὅλα τὰ φαγητὰ καὶ ὅλες τὶς τροφές».
12 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΔ 643d
Αὐτὰ λέει κι ὁ Φιλόξενος ἀπὸ τὰ Κύθηρα, τὸν ὁποῖο Φιλόξενο τὸν ἐπαινεῖ ὀ Ἀντιφάνης στὸν Τριταγωνιστή του μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια:
Μὲ μεγάλη διαφορὰ ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ποιητὲς καλύτερος
εἶναι ὁ Φιλόξενος. Καὶ τοῦτο γιατί, πρῶτ᾽ ἀπ᾽ ὅλα,
παντοῦ χρησιμοποιεῖ λέξεις δικές του, ὁλοκαίνουργιες.
Κατόπιν γιατί, δεῖτε!, οἱ μελωδίες του πολὺ καλὰ
ἔχουνε γίνει ἕνα μὲ παραλλαγὲς καὶ ἠχοχρώματα!
Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους ἀνάμεσα ἦταν ἐκεῖνος,
θεὸς ποὺ τὴν πραγματικὴ ἐκάτεχε τέχνη τῶν Μουσῶν.
Ὅσο γιὰ τοὺς ποιητὲς τοὺς τωρινούς — αὐτοὺς ἄσ᾽ τους!
Αὐτοὶ σκαρώνουνε τραγούδια κισσόπλεχτα
μὲ τὰ νερὰ τῆς κρήνης καὶ μὲ φτερούγια ἄνθινα
ἀνακατώνοντας συνέχεια μελωδίες ἄσχετες
μὲ κάτι λέξεις ἀκατάσχετες καὶ κουρελιάρες.
815 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΓ 598e
Ὁ ἄντρας ἀπ᾽ τὰ Κύθηρα, ὁ Φιλόξενος,
ποὺ οἱ Μοῦσες τὸν ἀνάθρεψαν καὶ γράμματα τοῦ ᾽μάθαν
καὶ τόνε βάλανε ταμία τοῦ Βάκχου καὶ τοῦ Φοίβου
στὰ κελάρια καὶ στὴν ὀρχήστρα,
αὐτὸς ὁ Φιλὄξενος, λέω, ξέρεις... ξέρεις δὰ
τί ντράβαλα εἶχε καὶ τί δεινὰ ἐπέρασε
στὸ νησὶ τῆς Ὀρτυγίας καὶ στὴν πόλη...
γιὰ τὴ μεγάλη του λαχτάρα ποὺ ἐπόθαε τὴ Γαλάτεια —
κι ἐκείνη, ἀρνάδα σωστή, τὸν ἔβαζε νὰ τὴν ἀρμέγει.
816 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Α 6e
Ὁ Φαινίας ὁ Ἐρέσιος, ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος, καὶ μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλη, λέει ὅτι ὁ Φιλόξενος, ὁ κυθήριος ποιητής, μουρλαινότανε γιὰ ψαροφάι καὶ ὅτι κάποιο βράδυ ποὺ δειπνοῦσε μὲ τὸν Διονύσιο, στοῦ Διονύσιου τὰ ἀνάκτορα, ὅταν εἶδε νὰ σερβίρουνε σ᾽ ἐκεῖνον ἕνα μεγάλο μπαρμπούνι καὶ στὸν ἴδιον ἕνα μικρό, ἔπιασε τὸ μπαρμπουνάκι μὲ τὰ χέρια καὶ τό ᾽φερε κοντὰ στ᾽ ἀφτί του. Ὁ Διονύσιος ζήτησε τότε νὰ μάθει γιὰ ποιό λόγο ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Φιλόξενος τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι, ἐπειδὴ συγγράφει τὴ Γαλάτειά του, ἤθελε νὰ μάθει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ψαριοῦ κάτι πράγματα γιὰ τὸν Νηρέα... καὶ ὅτι τὸ μπαρμπούνι τοῦ ᾽πε ὅτι δὲν ἤξερε νὰ τοῦ πεῖ τίποτα, γιατὶ τό ᾽χανε ψαρέψει μικρούλι, ἐνῶ τὸ ἄλλο, ἡ μπαρμπουνάρα, ποὺ εἴχανε σερβίρει στὸν Διονύσιο καὶ ποὺ ἤτανε καὶ μεγαλύτερο στὰ χρόνια, ἤξερε τὰ πάντα, καὶ μὲ λεπτομέρειες μάλιστα, καὶ νὰ τὸ ρώταγε ὅ,τι ἤθελε νὰ μάθει, νὰ τὸ μάθαινε. Ὁ Διονύσιος ξεκαρδίστηκε στὰ γέλια καὶ τοῦ πάσαρε τὸ μπαρμπούνι ποὺ εἶχε μπροστά του. Φχαριστιόταν πολὺ ὁ Διονύσιος νὰ πίνει παρέα μὲ τὸν Φιλόξενο καὶ νὰ μεθᾶνε. Πλὴν ὅμως μιὰ φορὰ τὸν ἐτσάκωσε ποὺ τοῦ πηδοῦσε τὴ Γαλάτεια, τὴν ἐρωμένη του, καὶ τὸν ἔστειλε νὰ σπάει βράχια στὰ λατομεῖα. Ἐκεῖ, στὰ λατομεῖα, ὁ Φιλόξενος ἔγραψε τὸν Κύκλωπα βασίζοντας τὴν ὑπόθεση τοῦ ἔργου στὸ δικό του πάθημα· τὸν Διονύσιο τὸν ἔβαλε Κύκλωπα, τὴ Γαλάτεια αὐλητρίδα καὶ τὴν ἀφεντιά του Ὀδυσσέα.
821 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΓ 564e
Ὁ Κύκλωπας, ὅπως τὸν εἶδε ὁ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος, ἦταν ἐρωτοχτυπημένος γιὰ τὴ Γαλάτεια· ἐπαινώντας, λοιπόν, τὴν ὀμορφιά της καὶ προμαντεύοντας τὴν τύφλωσή του παινεύει σ᾽ αὐτὴν ὅλα τὰ ἄλλα καὶ ἀφήνει ἀπ᾽ ἔξω τὰ μάτια της· νά τί τῆς λέει:
Ὦ καλλιπρόσωπη Γαλάτεια,
ὦ χρυσοβόστρυχη καὶ ἀμαλαμομαλλοῦσα.
ὦ χαριτόφωνη Γαλάτεια,
τῶν Ἐρώτων κάλλος καὶ θάλος.
Ὁ ἔπαινος αὐτὸς εἶναι τυφλός... τοῦ λείπουν τὰ μάτια... καὶ δὲν μοιάζει σὲ τίποτα οὔτε συγκρίνεται μὲ τὸν ἀνάλογο τοῦ Ἴβυκου.
828 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Α 5 ἑπ.
Παραδίδεται ἀπὸ τὸν Κλέαρχο, τὸν καταγόμερνο ἀπὸ τοὺς Σόλους φιλόσοφο καὶ μαθητὴ τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅτι ὁ Φιλόξενος, τόσο στὴν πατρίδα του ὅσο καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ἀφοῦ ἔκανε πρῶτα τὸ λουτρό του, γύριζε ὕστερα στὰ σπίτια ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του, οἱ ὁποῖοι κουβάλαγαν λάδι, κρασί, γάρο, ξίδι, καὶ ἄλλα καρυκεύματα· ἔπειτα, μπαίνοντας στὰ ξένα σπίτια, πρόσθετε τὰ ἀναγκαῖα καρυκεύματα στὰ φαγητὰ ποὺ μαγειρεύονταν ἐκεῖ ἀπ᾽ τοὺς ἄλλους καὶ ἀκολούθως στρωνότανε στὸ φαγοπότι. Μιὰ φορά, ποὺ ξεμπάρκαρε στὴν Ἔφεσο, βρῆκε τὸ μαγειρειὸ ἄδειο καὶ ζήτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία· ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι εἶχαν ἀγοράσει ὅλα τὰ φαγητὰ γιὰ κάποιον γάμο, ἔκανε τὸ μπάνιο του καί, ἀπρόσκλητος, ἐμφανίστηκε στὸν γαμπρό. Μετὰ τὸ δεῖπνο τραγούδησε ἕναν ὑμέναιο, ἕναν γαμήλιο ὕμνο δηλαδή, ποὺ ἄρχιζε ὡς ἑξῆς:
Γάμε, θεῶν λαμπρότατε
καὶ ψυχαγώγησε τοὺς παρευρισκόμενους ὅλους. Ἦταν διθυραμβοποιὸς ἄλλωστε. Τότε ὁ γαμπρὸς τοῦ εἶπε: «Αὔριο, Φιλόξενε, ἐδῶ πάλι νὰ ρθεῖς νὰ δειπνήσεις». Καὶ ὁ Φιλόξενος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βεβαίως, ἂν δὲν πουλᾶνε ἀλλοῦ φαγητὸ νὰ φάω».
831 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, B 35d
Ὁ δὲ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος λέει:
κρασὶ ποὺ τρέχει ὅλες τὶς φωνὲς καλεῖ νὰ τραγουδήσουν.
832 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, I 446a
Α. Ὁ ἴδιος Ἀντιφάνης λέει στὸν Τραυματία του:
Δίνε καὶ ξαναδίνε μου κρασὶ
ποὺ δυναμώνει κι ἄλλο τὰ γερὰ τὰ μέλη,
ὅπως ἔλεγε κι ὁ Εὐριπίδης.
Β. Ὁ Εὐριπίδης τό ᾽πε τοῦτο;
Α. Ἀμ ποιός τό ᾽πε;
Β. Ὁ Φιλόξενος τό ᾽πε — κάπου.
Α. Τίποτα δὲν ἀλλάζει, φίλε μου· μὰ ἐσὺ κάθεσαι τώρα καὶ μ᾽ ἐλέγχεις γιὰ μιὰ συλλαβή!
833 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, IE 692d
Κι ἐπειδὴ φτάσαμε σὲ τοῦτο δῶ τὸ σημεῖο τοῦ λόγου,
ἐγὼ θὰ συνεισφέρω μ᾽ ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ
σύμφωνα μὲ τὸν Κυθήριο ποιητή.
***********
C.: D.A. Campbell, Greek Lyric, Loeb, Classical Library, 1991.
P.: D.L. Page, Poetae Melici Graeci, Oxford 1962.
***********
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου