Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

ΕΡΩΤΕΣ: ΔΕΛΙΑ I & II

 


PABLO NERUDA

 

ΕΡΩΤΕΣ: ΔΕΛΙΑ (Ι)

 

Ἡ Δέλια εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἀνοιχτοῦ παράθυρου

στὴν ἀλήθεια, στὸ δέντρο τοῦ μελιοῦ,

καὶ πέρασε ὁ καιρὸς χωρὶς νὰ ξέρω,

ἂν ἀπὸ τὰ χρόνια μας τὰ πληγωμένα

ἔμεινε μόνο ἡ λάμψη τῆς εύφυΐας της,

ἡ τρυφερότητα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μοιράστηκε

τὸ σκληρὸ δωμάτιο τῶν πόνων, τῆς θλίψης μου.

 

Γιατί, κρίνοντας ἀπ᾽ ὅ,τι θυμᾶμαι,

ὅταν μὲ κάρφωναν τὰ ἑφτὰ σπαθιά,

γυρεύοντας αἷμα,

κι ἀπ᾽ τὴν καρδιά μου μέσα πεταγότανε ἡ ἀπουσία,

ἐκεῖ, Δέλια, σελήνη ὁλόλαμπρη,

μὲ τὸ νοῦ και τὴ σκέψη σου ἐσὺ μοῦ ἔπαιρνες ὅλα τὰ βάσανα.

 

Ἀπ᾽ τὴν ἀπέραντη χώρα σου

ἦρθες σ᾽ ἐμένα,

μὲ καρδιὰ ἀπέραντη, ἁπλωμένη

σὰν τὸ στάρι τὸ χρυσό, ἀνοιχτὴ

στὶς μετεμψυχώσεις του σὲ ἀλεύρι,

καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη τρυφερότητα

ὅμοια μ᾽ αὐτὴν ποὺ πέφτει σὰν βροχὴ στὸ λιβάδι·

ἀργὰ-ἀργὰ φτάνουν οἱ στάλες, τὶς ὑποδέχεται

τὸ διάστημα, τὸ κοπρολίπασμα, ἡ σιωπὴ

καὶ ἡ ἀφύπνηση τῶν θρεμμάτων

ποὺ μουγκανίζουνε στὴν ὑγρασία κάτω ἀπ᾽ τὸ βιολὶ

τοῦ οὐρανοῦ.

 

Ἀπὸ ἐκεῖ, ξαφνικά,

σὰν τὸ ἄρωμα ποὺ ἐλευθέρωσε τὸ ρόδο

μὲ ροῦχα πένθιμα τὸν χειμώνα,

σὲ ἀναγνώρισα

σὰν νὰ ἤσουν ἀνέκαθεν δική μου

χωρὶς ὅμως νὰ εἶσαι, μὴ ὄντας τίποτ᾽ ἄλλο

ἐκτὸς ἀπὸ ἴχνος γυμνὸ ἢ καθαρὴ σκιὰ

κάποιου ροδοπέταλου ἢ σπαθιοῦ ποὺ ἀστράφτει.

 

Τότε ἦρθε τοῦ πολέμου ἡ μάχη·

Στὴν πόρτα την ὑποδεχθήκαμε ἐσὺ κι ἐγώ,

ἔμοιαζε περαστικὴ παρθένα

ποὺ τραγουδοῦσε πεθαίνοντας,

καὶ φαινόταν ὄμορφος

ὁ καπνός, καὶ ὄμορφη ἡ ἔκρηξη

τῆς γαλάζιας σκόνης ἐπάνω στὸ χιόνι,

ξαφνικὰ ὅμως βρεθήκαμε

μὲ τὰ παράθυρά μας σπασμένα,

τὸ μυδράλλιο βρέθηκε

ἀνάμεσα στὰ βιβλία,

τὸ φρέσκο αἷμα

ἔκανε λίμνες στοὺς δρόμους·

ὁ πόλεμος δὲν εἶναι χαμόγελο,

οἱ ὕμνοι πῆγαν γιὰ ὕπνο,

σειόταν τὸ χῶμα στὸ βῆμα τὸ βαρὺ

τοῦ στρατιώτη,

ὁ πόλεμος ξεκουκιζόταν

στάχυ τὸ στάχυ·

καὶ ὁ φίλος μας δὲν ἐγύρισε πίσω,

καὶ ἦταν πικρὴ καὶ δίχως κλάματα

ἐκείνη ἡ ὥρα,

ἀργότερα, ἀργότερα ἦρθαν τὰ δάκρυα,

ὅταν ἔκλαιγε ἡ τιμή.

Στὴν ἥττα μπορεῖ

νὰ μὴν ξέραμε

ὅτι ἀνοιγόταν ὁ μεγαλύτερος τάφος

καὶ ὅτι πέφταν κεῖ μέσα

πόλεις καὶ ἔθνη.

Στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀνοίχτηκαν οἱ πληγές μας.

Τὴ θλίψη καὶ τὶς στάχτες τὶς φυλᾶμε.

 

Κι ἔρχονται

ἀπὸ τὴν Πύλη

τῆς Μαδρίτης

οἱ Μαυριτανοί,

περνάει ὁ Φράνκο μὲ τὸ γεμάτο σκελετοὺς ἁμάξι του,

εἶναι οἱ φίλοι μας νεκροί, ἐξόριστοι.

 

Δέλια, ἀνάμεσα σὲ τόσα φύλλα

τοῦ δέντρου τῆς ζωῆς,

ἡ παρουσία σου

εἶναι ἡ φωτιά,

ἡ καλοσύνη σου

εἶναι ὁλόδροση·

στὸν μανιασμένο ἄνεμο

εἶσαι περιστέρι.

 

**********************

 

ΕΡΩΤΕΣ: ΔΕΛΙΑ (ΙΙ)

 

Ὁ κόσμος ἦταν ἥσυχος καὶ κοιμόταν

ὅπως ἦταν καὶ θὰ εἶναι ὁ καθένας·

μέσα σου ἐσένα μπορεῖ νὰ μὴ γεννήθηκε ἡ μνησικακία,

γιατὶ γράφτηκε ἐκεῖ ποὺ δὲν διαβάζεται

ὅτι ὁ σβησμένος ἔρωτας δὲν εἶναι θάνατος

ἀλλὰ μιὰ πικρὴ μορφὴ γέννησης.

 

Συγχώρησε τὴν καρδιά μου, ὅπου ἀράζει

ὁ μέγας βόμβος τῶν μελισσῶν·

γνωρίζω ὅτι ἐσύ, ὅπως ὅλα τὰ πλάσματα,

ἀκουμπᾶς τὸ ἐξαίσιο μέλι

καὶ ξεκολλᾶς

ἀπὸ τὴ φεγγαρόπετρα, ἀπὸ τὸ στερέωμα

τὸ δικό σου τ᾽ ἀστέρι, καὶ ὅτι εἶσαι

κρυστάλλινη ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες.

 

Ἐγὼ οὔτε περιφρονῶ οὔτε χλευάζω, εἶμαι

ταμίας τῆς θάλασσας, ἴσα-ἴσα ποὺ ἀκούω

τὰ λόγια τοῦ πόνου,

καὶ ξαναχτίζω

τὸ σπίτι μου, τὴ γνώση μου, τὴ χαρά μου,

καὶ ἂν μποροῦσα νὰ σοῦ προσθέσω τὴ λύπη

τῶν ἀπόντων ματιῶν μου, δὲν θά ᾽ταν

μόνο δικές μου οὔτε ἡ λογικὴ οὔτε ἡ παράνοια·

ἐρωτεύτηκα ξανά, καὶ ὁ ἔρωτας σήκωσε

κύμα στὴ ζωή μου, καὶ γέμισα

ἔρωτα, ἔρωτα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο,

χωρὶς νὰ νοιάζομαι ἂν ἔτσι κάνω ἄλλους νὰ δυστυχοῦν.

 

Ἔτσι ἀπὸ τοῦτο τὸ νῆμα, γλυκύτατή μου

ταξιδιώτισσα,

νῆμα μελένιο καὶ ἀτσάλινο, ποὺ ἔδεσε τὰ χέρια μου

στὰ χρόνια ποὺ εἶχαν ἤχους καὶ ἤχους,

ὑπάρχεις ἐσὺ ὄχι σὰν περιπλοκάδα

σὲ δἐντρο, ἀλλὰ σὰν ἀλήθεια, σὰν τὴν ἀλήθεια σου.

 

Θὰ περάσω, θὰ περάσουμε.

λέει τὸ νερὸ

καὶ τραγουδάει ἡ ἀλήθεια κόντρα στὴν πέτρα,

τὸ ρεῦμα χύνεται καὶ ἀλλάζει δρόμο,

ψηλώνουν σὰν τρελὰ τ᾽ ἀγριόχορτα

στὶς ὄχθες·

θὰ περάσω, θὰ περάσουμε,

λέει ἡ νύχτα στὴ μέρα,

ὁ μήνας στὸ ἔτος,

ὁ χρόνος διορθώνει τὶς μαρτυρίες

νικητῶν καὶ ἡττημένων,

τὸ δέντρο ποτὲ δὲν παύει, ὡστόσο, νὰ μεγαλώνει,

καὶ πεθαίνει τὸ δέντρο, καὶ ἄλλος σπόρος ἔρχεται

νὰ πέσει στὴ ζωή, καὶ ὅλα συνεχίζονται.

 

Δὲν χωρίζει ἡ ἀντιπαλότητα

τοὺς ἀνθρώπους, τῆς βλάστησης τὸ μεγάλωμα

τοὺς χωρίζει: ποτὲ λουλούδι δὲν πέθανε·

συνεχίζει νὰ γεννᾶ καὶ νὰ γεννιέται.

 

Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, συγχώρησέ με,

ὅπως συγχωρῶ κι ἐγώ,

ὁ ἄντρας εἶναι ὑπαίτιος, ἡ γυναίκα εἶναι ὑπαίτια,

καὶ πᾶνε κι ἔρχονται

καὶ δένουν στὸ λιμάνι οἱ γλῶσσες,

στὴν ἀμηχανία καὶ στὴν ἀδιαντροπία

ἡ ἀλήθεια

εἶναι

ὅτι τὰ πάντα ἔχουν ἀνθίσει

καὶ ὅτι ὁ ἥλιος δὲν ἔχει ἰδέα γιὰ τὶς πληγές.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου