PABLO NERUDA
Ο ΦΟΒΟΣ
Τί συνέβη; Τί συνέβη; Πώς έγινε;
Πώς μπόρεσε κι έγινε; Μα η αλήθεια είναι
ότι συνέβη και είναι ξεκάθαρο ότι συνέβη,
έφυγε, ο πόνος έφυγε, και δεν γυρνάει πίσω·
το σφάλμα έπεσε στο τρομερό χωνί του,
και από εκεί γεννήθηκε η ατσαλένια του νιότη.
Και η ελπίδα τα δάχτυλά της σήκωσε.
Αχ, μια ζοφερή σημαία εσκέπασε
το νικηφόρο δρεπάνι και του σφυριού το βάρος
μ’
ένα και μόνο ένα τρομακτικό ομοίωμα!
Το είδα σε μάρμαρο, σε ασημωμένο σίδερο,
στο απελέκητο των Ουραλίων ξύλο,
και τα μουστάκια του ήτανε δυό ρίζες,
και το είδα σε μάλαμα, σε φίλντισι, σε χαρτόνι,
σε φελλό, σε πέτρα, σε τσίγκο, σε αλάβαστρο,
σε ζάχαρη, σε πέτρα, σε αλάτι, σε νεφρίτη,
σε κάρβουνο, σε τσιμέντο, σε μετάξι, σε λάσπη,
σε πλαστικό, σε πηλό, σε κόκαλο, σε χρυσό
ένα μέτρο, δέκα μέτρα, εκατό μέτρα,
δύο χιλιοστά, όσο ένας κόκκος ρυζιού,
σε
χίλια χιλιόμετρα ύφασμα εμπριμέ.
Τούτα τα σοβατισμένα αγάλματα
του μουστακαλή θεού με τις μπότες
κι εκείνα τ’ άψογα παντελόνια του
που του τα σιδέρωσε η υπαρκτή δουλοπρέπεια
τα έβλεπα πάντα στην είσοδο του ξενοδοχείου,
στη μέση του τραπεζιού, του μαγαζιού, του σταθμού,
στα ολοφώτιστα αεροδρόμια –
αυτό το ψυχρό ομοίωμα κάποιου απόμακρου όντος
που, ανάμεσα στη μία και στην άλλη κίνηση,
έμενε τελείως ακίνητο, νεκρό στη νίκη.
Ο εν λόγω νεκρός κυβερνούσε τη σκληρότητα
από κάποιο απ’ τα δικά του αναρίθμητα αγάλματα –
ασάλευτος εκείνος τη ζωή κυβερνούσε.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου