PABLO NERUDA
Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ἡ γριὰ-ζούγκλα κλαίει, ὅλο κλαίει, κλαίει
τόσο, ποὺ ἀπ᾽ τὸ κλάμα της ἡ γῆς ἔχει σαπίσει.
Ἡ μάνα τοῦ τίγρη εἶναι καὶ τῶν σκαραβαίων.
Καὶ εἶναι καὶ ἡ μάνα τοῦ θεοῦ ποὺ κοιμᾶται.
Κι ὁ θεὸς ποὺ κοιμᾶται
δὲν κοιμᾶται, ἐπειδὴ εἶναι κουρασμένος,
ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει πέτρινα πόδια.
Κι ἔκλαιγε μὲ ὅλα της τὰ φύλλα,
μὲ ὅλες τὶς μαῦρες της τὶς βλεφαρίδες.
Ὅταν κατέβαινε νὰ πιεῖ, νὰ ξεδιψάσει ὁ τίγρης,
εἶχε αιματα στὸ ρύγχος του
καὶ ἡ ράχη του ἤτανε γεμάτη δάκρυα.
Τὸ ἰγουάνα κατέβαινε ἀπ᾽ τὸ κλάμα
σὰν καράβι ποὺ γλιστράει στὰ κύματα,
καὶ μὲ τὶς στάλες πού ᾽πεφταν
τοὺς ἀμεθύστους του πολλαπλασίαζε.
Ἕνα πουλὶ πετούμενο, ἄλικο, βιολετὶ καὶ κίτρινο,
γκρέμισε κατὰ γῆς τὸ φορτίο πού ᾽χε ἀφήσει
στὰ κλαδιὰ ὁ οὐρανὸς κρεμασμένο.
Ἄχ, καὶ τί δὲν ἔχει καταβροχθίσει τῆς γῆς τὸ χῶμα, τί!
Τὰ δέντρα του, τὰ ὄνειρα ποὺ τρέφουν
οἱ λιάνες καὶ οἱ ρίζες,
ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπ᾽ τ᾽ ἀγριοπερίστερα
ὕστερα ἀπὸ τὴ δολοφονία τους,
τὰ φιδοπουκάμισα,
τῶν χελωνών τὸ ἀνήμερο στόμα,
τοὺς πύργους τοὺς τρελοὺς τῶν φυλλωμάτων —
ὅλα τοῦτα ἡ ζούγκλα τὰ τρώει.
Τὰ λεπτὰ τῆς ὥρας ποὺ μὲ τὴ χαρακτηριστική τους βραδύτητά
μεταμορφώθηκαν σὲ αἰῶνες,
σὲ στάχτη ἄχρηστων κλαδιῶν,
τὶς καυτὲς ἡμέρες,
τὶς ὁλόμαυρες νύχτες, δίχως ἄλλο φῶς
ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸν φωσφόρο τῶν λεοπαρδάλεων —
ὅλα τοῦτα
ἡ ζούγκλα
τά ᾽φαγε.
Τὸ φῶς,
ὁ θάνατος,
τὸ νερό,
ὁ ἥλιος,
ἡ βροντή,
τὰ πράγματα ποὺ φεύγουν,
τὰ ἔντομα
ποὺ φλέγονται καὶ πεθαίνουν, φαγωμένα
μὲς στὶς ὁλόχρυσες μικροζωές τους,
τὸ καυτὸ καλοκαίρι καὶ τὸ καλάθι του
μὲ τ᾽ ἀμέτρητα κόκκινα φροῦτα,
ὁ χρόνος
μὲ τὴ μακριά του κόμη:
ὅλα τοῦτα εἶναι τροφὴ ποὺ πέφτει
στὸ πανάρχαιο, στὸ πράσινο στόμα
τῆς ζούγκλας — καὶ τὰ καταβροχθίζει.
Ἐκεῖ ἔφτασε ὁ βασιλιὰς κρατώντας τὸ κοντάρι του.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου