PABLO NERUDA
ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗ ΣΕΡΕΝΑΤΑ
Ἀπὸ τὴν Κουερναβάκα ὣς τὴ θάλασσα ἐκτείνεται τὸ Μεξικό:
πευκῶνες, καφετιὰ χωριά, ποτάμια σπασμένα
ἀνάμεσα ἀπὸ πανάρχαιες πέτρες, χερσότοπους, χορτάρια
μὲ μάτια ἀμαράντων, ἀνάμεσα ἀπὸ βραδυκίνητα ἰγουάνα,
στέγες μὲ πορτοκαλιὰ κεραμίδια, ἀγκάθια,
μποῦκες ἐγκαταλελειμμένων ὀρυχείων,
πύρινα φίδια, ἀνθρώπους μὲς στὴ σκόνη,
δρόμους φιδωτοὺς κυματιστούς, ποὺ βασανίζονται
ἀπὸ τὴ γεωλογία τῆς κόλασης.
Ὦ βαθιὰ καρδιά, πέτρα καὶ φωτιά,
ἀστέρι κλαδεμένο,
ρόδο ἐχθρικό,
σκόνη στὸν ἄνεμο!
Τὴν ἔζησα τὴ δολιότητα
τῆς παλιᾶς θηριωδίας,
ἀκούμπησα τὸ ρόδο
τὸ ἀειθαλές,
τὸν βόμβο
τῆς ἀκατάπαυστης μέλισσας·
ὁτιδήποτε ἀκουμπήσει ὁ μικρὸς Μεξικανὸς
μὲ δάχτυλα ἢ μὲ φτερά, ὁτιδήποτε,
νῆμα, ἀσήμι, ξύλο,
δέρμα, ἐκμαγεῖο, πηλό,
μεταμορφώνεται σὲ κάλυκα ἀκατάλυτο,
ἀποκτᾶ ὕπαρξη καὶ πετᾶ κροταλίζοντας.
Ὦ Μεξικό, ἀνάμεσα σὲ ὅλες
τὶς κορυφὲς
ἢ τὶς ἐρήμους
ἢ τὶς ὑπαίθρους
τοῦ ἀφημαγμένου μας τοπίου,
ἐγὼ θὰ σὲ ξεχώριζα
γιὰ τὴ ζωντάνια σου,
γιὰ τὸ χιλιόχρονο ὄνειρο καὶ γιὰ τὴν ἀστραπή σου,
γιὰ τὸ ὑπέδαφος ὅλων τῶν σκοταδιῶν σου
καὶ γιὰ τὴ λάμψη καὶ τὸν ἔρωτά σου ποὺ ποτὲ δὲν δαμάστηκαν.
*******
Ἀέρας γιὰ τὸ στῆθος μου,
γιὰ τὶς φλέβες
σφυρίγματα
τοῦ ἀνθρώπου,
τοῦ ἄντρα ποὺ σὲ τραγουδάει·
ἔτσι βγῆκε ὁ ὁδοιπόρος στὸν δρόμο
ἀπὸ τὸ σισὰλ στὴν πέτρα, στὰ σομπρέρα,
στοὺς ἀργαλειούς, στὴ γεωργία,
κι ἐδῶ κουβαλάω τώρα στοὺς κροτάφους μου τὴν πληγὴ
νὰ σ᾽ ἀγαπῶ καὶ νὰ σὲ ξέρω,
κι ὅταν κλείνω τὴ νύχτα τὰ μάτια μου,
ἀκούω φτωχὴ μουσικὴ
ἀπ᾽ τοὺς δρόμους σου
καὶ ἀποκοιμιέμαι σιγὰ-σιγὰ διασχίζοντας
μὲ βάρκα τὴν ἀναπνοὴ τῆς Σιναλόα.
Χέρια ἔφεραν στὴ ζωὴ
τὴ δασύτριχη γεωγραφία σου,
χέρια ἄγνωστων ἀνθρώπων,
τὰ χέρια τοῦ στρατιώτη,
τοῦ ἐργάτη, τοῦ μουσικοῦ,
κουρδίστηκε τὸ μπόι σου
μαζὶ μὲ τῆς γῆς τὰ σβολάρια καὶ τὶς ὄρθιες πέτρες
στῶν ὠκεανῶν
τὴ γαμήλια ἀκτὴ
ποὺ ἐκατοικήθηκε ἀπὸ ἀγκάθια,
ἀπὸ ἀγαῦες,
καὶ ὁ νεφρίτης τους μισάνοιξε μὲς στὶς πληγές του
τὰ ἀλκοολικὰ μάτια
τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ ὕπνου.
Κι ἔτσι στοὺς λόγγους καὶ στὰ θαμνοτόπια συναντήθηκαν
πεταλοῦδες καὶ κόκαλα πεθαμένων,
παπαροῦνες καὶ θεοὶ ἀπολησμονημένοι.
Ἀλλὰ οἱ θεοὶ ποτὲ δὲν ἐλησμόνησαν.
Μητέρα-ὕλη, σπόρε,
μήτρα-γῆ,
πηλὲ
ὁρμητικὲ
τῆς γονιμότητας, βροχὴ φλογισμένη
πάνω ἀπὸ τὸ κοκκινόχωμα,
σὲ ὅλα τὰ μέρη, παντοῦ,
ξανάκαναν τὴν ἐμφάνισή τους τὰ χέρια·
ἀπὸ τῶν ἡφαιστείων τὴ γέρικη τέφρα
χέρια μαῦρα καθαρὰ
ξανάρχισαν νὰ γεννᾶνε πράγματα καὶ πράγματα
χτίζοντας, συνέχεια χτίζοντας.
Ὅπως, ἴσως, παλιά, πολὺ παλιά,
ὅταν ἔφτασε ἀπὸ πολὺ μακριὰ
ὁ πικρὸς εἰσβολέας
καὶ ἡ ἔκλειψη τοῦ ψύχους
σκέπασε μὲ τὸ σάβανό της
τοῦ χρυσαφιοῦ τὸ κορμί,
ἔτσι καὶ ὁ λιθοπελεκητὴς
ἔφτιαξε τὴ σπηλιά του
μὲ πέτρα, καὶ ἡ οὐσία ἡ ἡλιακὴ
τὸ μέλι τῆς ἔδωσε τὸ ἐπιούσιο·
ὁ πηλοπλάστης ἅπλωσε στὴν ἀγορὰ
τὴ στρογγυλὴ ἀρμαθιὰ τῶν κανατιῶν,
καὶ ἀνάμεσα στὰ πράσινα καὶ στὰ κίτρινα νήματα
ἰρίδισε ὁ ὑφαντὴς τὶς πεταλοῦδες του,
κι ἔτσι βγῆκε ἀνθὸς στὰ χέρσα ὑψίπεδα
μὲ τῶν ἐμπορευμάτων του τὴν τιμὴ καὶ ἀξιοπρέπεια.
Σὲ γνωρίζω, ναί, ἐγὼ σὲ γνωρίζω
πάνηχη ζούγκλα, στὶς εὐωδιαστὲς γωνιὲς
τῆς ἐπαρχίας Τσιάπας
ἐπάτησα τὰ νότια μου πόδια,
τὸ θυμᾶμαι·
ἔπεσε ἀπότομα
τὸ μέγα λυκόφως μὲ τὴ γαλάζια του στάχτη
καὶ στὰ ὕψη δὲν ἀπαντοῦσες
οὔτε οὐρανὸ οὔτε διαύγεια·
φύλλα ἦσαν τότε τὰ πάντα·
φύλλωμα ἦταν ἡ καρδιὰ τοῦ κόσμου κατόπιν.
Γιατὶ ἀνάμεσα
στὴ σκοτεινὴ γῆ καὶ στὴν πράσινη νύχτα
δὲν ἔνιωσα νὰ πελαγώνω,
παρ᾽ ὅλη
τὴ ἀτυχία μου
καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν στιγμῶν,
καὶ δὲν ἔνιωσα ἴσως γιὰ πρώτη μου φορὰ
πατέρας τοῦ θρήνου
ἢ φιλοξενούμενος
τοῦ αἰώνιου ἐπιθανάτιου ρόγχου.
Ἡ εὔφορη καὶ εὔηχη γῆ
μοῦ ἔμαθε διὰ μιᾶς νὰ εἶμαι γήινος·
γνώρισα ἧττες καὶ βάσανα·
πρώτη μου φορὰ ἔμαθα
ἀπ᾽ τὸν πηλὸ τῆς γῆς
ὅτι τὴ χαρὰ ὅποιος εἶναι μόνος κι ἔρημος
μὲ τὸ τραγούδι του τὴν κατακτάει.
Κροτάλιζαν ἀνάβοντας
καὶ σβήνοντας
οἱ χορωδίες τῆς ζούγκλας,
πουλιὰ μὲ φωνὴ ἀπείρως ὑδάτινη,
βραχνὲς κραυγὲς ξαφνιασμένων ζώων·
ἢ στὸν κόσμο τὸν βασανισμένο ἁπλωνότανε
μι᾽ ἀπότομη σιωπή,
ὅταν σειόταν ξαφνικὰ ἡ γῆ
ἀπὸ τῶν τζιτζικιῶν τὸ συμπάντειο τερέτισμα.
Ἀποσβολωμένος ἔμενα ἐγώ,
μικροσκοπικός, ἔκπληκτος μὲς στὴ βεβαιότητά μου
ὅτι κάποιος κινητήρας οὐράνιος
ἔβαζε μπροστὰ τὴ νύχτα καὶ τοὺς ἤχους της.
*******
Ἔτρεμε ὁ οὐρανὸς μὲ τὰ κρινάκια του
τὸ σκοτάδι πιανόταν ἀπ᾽ τοὺς μελισσοφάγους του
καὶ ἀνέβαινε, ἀνέβαινε
ἡ κομψὴ φρενίτιδα
κάποιου κύματος,
ἡ μεταλλικὴ μετανάστευση
κάποιου ποταμοῦ,
μιᾶς καμπάνας.
Ἡ πυκνὴ ἡ νύχτα εἶχε ἐκεῖ
ἑτοιμάσει τὰ μάτια της:
ὁ κόσμος
γέμιζε σιγὰ-σιγὰ μὲ χρώματα σκοῦρα·
τ᾽ ἀστέρια ἐμάρμαιραν
κι ἐγὼ ἤμουν μόνος μου καὶ μὲ πολιορκοῦσε
τὸ βιολὶ τῶν νυχτερινῶν
πριονιστηρίων, ἡ παγκόσμια
καντάτα
κάποιας κρυφῆς κοινότητας
ὑπερδραστήριων γρύλων.
*******
Γύρισα στὴν πατρίδα μου καί, ἀκουμπισμένος
στὰ σκληρὰ περβάζια τοῦ χειμώνα,
παρατηρῶ τὴν ἐπιμονὴ τῶν κυμάτων
τῶν ψυχρῶν θαλασσῶν τῆς Μαυρονήσου·
τῆς μεσημβρίας ἡ δόξα γκρεμίζεται
στὸ πανίσχυρο ἁλάτι
καὶ τῶν ἀφρῶν οἱ ἐκβολὲς μεγαλώνουν
στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἄμμου του.
Βλέπω ὅτι τὰ πουλιά,
κυβερνημένα
σὰν πεινασμένα καράβια, γλιστρᾶνε πάνω στὴ θάλασσα τὴ γαλάζια φωτιὰ γυρεύοντας νὰ βροῦνε·
τὶς διάπυρες πέτρες·
τῶν φτερῶν τους ἡ νίκη, λέω,
μπορεῖ νὰ τὰ ὁδηγήσει μιὰ μέρα
νὰ κατεβοῦν στὶς ἀκτὲς
τοῦ ἀνυπότακτου Μεξικοῦ,
νὰ τὰ φέρει ἐκεῖ τοῦ ἡμισφαιρίου
ἡ δίψα,
νὰ τὰ τραβήξει κάποιος μυστηριώδης δρόμος.
Ἐδῶ τὰ δοξάζω.
Νὰ κατεβοῦνε θέλω
στὶς φωσφορικὲς ἀνιλίνες
τοῦ κροταλιστοῦ λουλακιοῦ
καὶ νὰ σκορπίσουν τὸ κλαδὶ τῆς πτήσης τους
σὲ ὅλη τὴ μεξικάνικη Καλιφόρνια.
Γιὰ τὰ πεινασμένα πουλιὰ
ποὺ μεταναστεύουν
τὸ γενναιόδωρο νὰ ξεκουκίσεις τσαμπί σου,
τὰ ψάρια τοῦ φωτός, τοὺς τυφῶνες
τῆς αἱμοβόρας ὑγείας σου·
ὦ Μεξικό, δέξου
μὲ τὰ φτερὰ ποὺ ἔχουν πετάξει
ἀπ᾽ τὸν ἀπώτατο Νότο, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τελειώνει,
μὲς στὴ λευκότητα, τὸ σῶμα
τῆς σκοτεινῆς Ἀμερικῆς, ναί,
δέξου τὸν παλμὸ καὶ τὴν κίνηση
τῆς ταυτότητάς μας ποὺ ἀνανωρίζει
τὸ αἷμα της, τὸ καλαμπόκι της, τὴν ἐγκατάλειψή της,
τὸ ἄμετρο ἄστρο της.
Ἡ ἴδια βλάστηση εἴμαστε
καὶ οἱ ρίζες μας
μᾶς κάνουν νὰ εἴμαστε ἕνα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου