RICARDO J. BERMÚNDEZ
ΤΟΥ ΑΠΤΟΥ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑ
Με το σπαθί της κόβει η λήθη τον αέρα
που σιτίζει τ’ όνομά σου στον κήπο.
Περιστεριών κοπάδι ολόκληρο είσαι
που απότομες πλαγιές μανίας διασχίζει,
ψίθυρος φωτός που τρυπανίζει το όνειρο
ανάμεσα σε δυο φεγγάρια ολόγκριζης κόπωσης.
Των χειλιών το ρόδο όλο και πικρότερο γίνεται
όσο περνάνε οι μέρες.
Πίσω απ’ τα σκιώδη τής απουσίας σου χνάρια
φλέγεται η κραυγή μες στης ύπαρξής μου τις φλόγες·
ο λήθαργος ο δηκτικός της λήθης
με της φωνής σου τον αντίλαλο με αναστατώνει.
Σπάσε βότσαλα στη μνήμη και χαλίκια,
κάνε την ψυχή στο μουγκρητό της να δονείται!
Τα χέρια σου οι εσπερινοί καπνοί τα πάνε
εκεί που παίρνουν μπόι οι έγνοιες μου·
οι μαύρες πεταλούδες των ματιών μου
χάνουν το δρόμο τους, σαν σε γυρεύουν.
Ω σάρκα,σάρκα, τί σιγά, τί σιγά γίνεσαι πέτρα
κάτω από τα βρύα των χεριών που λένε αντίο!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου