OLGA OROZCO
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Χρόνε:
το σαπισμένο δέρμα του ύστατου προφήτη εντύθηκες,
την όψη σου έφθειρες ώς την ακρότατη χλομάδα,
στέμμα έβαλες φτιαγμένο από σπασμένους καθρέφτες και ράκη βροχερά,
και ψαλμωδείς τώρα του μέλλοντος το τραύλισμα με αλλοτινών εποχών ξεθαμμένες
μελωδίες,
ενώ περιπλανιέσαι σαν ίσκιος ίσκιων και σαν τους τρελούς βασιλιάδες στης χωματερής
σου τους πεινασμένους σωρούς.
Δεν με νοιάζουν πια καθόλου τα μισερά σου φασματικά παραληρήματα,
ελεεινέ
αμφιτρύωνα.
Μπορείς να ροκανίσεις τα οστά των μεγάλων υποσχέσεων στους ξεχαρβαλωμένους σου τύμβους
ή να γευτείς το αψύ παρασκεύασμα που αναβλύζουν οι αποκεφαλισμοί.
Κι ακόμη δεν θα σου φτάνει τίποτα
ίσαμε να καταβροχθίσεις και το τελικό άλεσμα με την κομψότητά σου που θυμίζει κάτι
του Γκόγια.
Τα βήματά μας δεν συγχρονίστηκαν ποτέ σε αυτούς τους διασταυρούμενους λαβύρινθους.
Ούτε καν στην αρχή,
όταν
με πήρες απ’ το χέρι να με πας στο μαγεμένο δάσος
και με υποχρέωνες να τρέχω λαχανιάζοντας πίσω από κείνον τον ανέφικτο πύργο
ή ν’ ανακαλύπτω πάντα την ίδια αμυγδαλιά με την ανάμεσα φόβου και αθωότητας σκοτεινή
της γεύση.
Αχ, και το γαλάζιο σου φτέρωμα να λάμπει μέσα στα κλαδιά!
Δεν μπόρεσα να σε βαλσαμώσω ούτε κατόρθωσα να κόψω σαν μήλο χρυσό την καρδιά
σου.
Εξαιρετικά επείγων,
ύστερα έγινες το μαστίγιο που υποκινεί και προτρέπει,
ο αυτοκρατορικός αμαξάς που με συνθλίβει με τα πόδια των ζώων του.
Εξαιρετικά βραδύς,
με καταδίκασες να είμαι ο αγνοούμενος όμηρος,
το θύμα το θαμμένο ώς τους ώμους μέσα στων αιώνων την άμμο.
Υπήρξαν φορές που παλέψαμε σώμα με σώμα.
Σαν τ’ άγρια θηρία διεκδικήσαμε το κάθε κομμάτι του έρωτα,
την κάθε συμφωνία που υπογράφηκε με το μελάνι που έφτιαξες σε κάποια στιγμιαία
αιωνιότητα,
το κάθε σμιλεμένο πρόσωπο στην αστάθεια των ταξιδιάρικων νεφών,
το κάθε σπίτι που χτίστηκε στο ανεπίστροφοο ρεύμα.
Να μου αρπάξεις κατάφερες ένα-ένα όλα τούτα τα ετοιμόρροπα
των ναών μου απομεινάρια.
Μην τον αδειάζεις τον σάκο.
Τα τρόπαιά σου μην τα επιδεικνύεις.
Και μην ξαναλές τους άθλους σου, άθλους αισχρού μονομάχου, στις άμετρες των
αντηχήσεων τις γαλαρίες.
Ούτε κι εγώ σου παραχώρησα εκεχειρία.
Τ’ αγάλματά σου τα βίασα.
Παραβίασα τις κλειδαριές σου και ανέβηκα στις σιταποθήκες που προλέγουν τα
μέλλοντα.
Έφτιαξα μία μόνο πυρά με των εποχών σου το σύνολο.
Σε γύρισα ανάποδα σαν τα ξόρκια που λύνονται,
ή ανακάτεψα τα σκεύη σου σαν αναγραμματισμό που χαλάει με κόλπο την τάξη και
αλλάζει το νόημα.
Σε συμπύκνωσα και σ’ έκανα ακίνητη θαμπή φυσαλίδα,
στους
γυάλινους ουρανούς μου εγκάθειρκτη.
Τέντωσα κι άπλωσα το ξερό σου το δέρμα επάνω σε λεύγες και λεύγες μνήμης
μέχρι που λίγο-λίγο το τρύπησαν όλο οι ωχρές ακίδες της λήθης.
Των ζαριών ένα ρίξιμο σ’ έκανε να κοντοσταθείς μετέωρος πάνω στο απέραντο κενό
που χάσκει ανάμεσα σε δύο ώρες.
Την ψυχή μας μαντρώνοντας εφτάσαμε μακριά σε τούτο το στυγνό, το απαίσιο
παιχνίδι.
Ξέρω – δεν υπάρχει ανάπαυση,
δεν
με βάζεις σε πειρασμό, όχι, αφήνοντάς με να εισβάλω στη γαλήνια σκιά
των φυτικών εκατονταετιών σου,
αν και σε τίποτα δεν θα μου χρησιμέψει να είμαι σε εγρήγορση,
αν και στο τέλος παραμένεις όρθιος περιμένοντας την αμοιβή σου,
τη μικρόψυχη δωροδοκία που με ιδιοτέλεια κόβουν προς τιμήν σου σε κέρματα οι
βραχνοί μηχανισμοί του θανάτου.
Και μη γράφεις «ποτέ ξανά» πάνω στα λευκά σύνορα
με το ανίδεο χέρι σου
σαν να ήσουν θεός του Θεού,
ένας πρώην φύλακας, αφεντικό του ίδιου σου του εαυτού σ’ ένα άλλο εσύ μέσα
που
ξεχειλίζει σκοτάδια και ξερνάει ζόφους.
Άσε που δεν αποκλείεται καθόλου νά ’σαι απλώς ο πιο άπιστος ίσκιος κάποιου οποιουδήποτε
από τα σκυλιά σου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου