PEDRO GARCÍA CABRERA
ΜΙΛΑΕΙ ΕΝΑΣ ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
Μη με ρωτάτε πόσες σκέψεις
χωράνε σ’ ολόκληρο το κεφάλι μου
γιατί θα σας πω τόσες όσες
υπάρχουν και στου στρειδιού τις γκρεμίλες.
Όποτε όμως ουρώ κατά την ώρα της νοσταλγίας
δεν θυμάμαι τί διάβασα για το αν τα βιβλία είναι πράσινα.
Και ξέρετε καλά ότι ένα πορτοφόλι καστόρινο
μπορεί να με μαγνητίσει ενώ εγώ έχω τα χέρια μου σβηστά.
Και ότι το πιο όμορφο όνειρό μου είναι αυτό
όπου μένει μια γυναίκα γυμνή
και διάφανη σαν φανάρι που αντάμωσε την αθεΐα.
Και ότι θα συρρικνωνόταν σε γάμο
μόνο με πυξίδα
και υπό τον όρο να έχει τέσσερα τυφλά παιδιά.
Και αν το γέλιο μου είναι καταρράκτης που πάει να στεγνώσει
συμβαίνει επειδή η μουσική των πουλιών
μου υποδεικνύει μια μπάλα που την υποστηρίζουν λασπωμένες κλοτσιές
και επειδή των αυτοκινήτων οι κόρνες
μυρίζουν σαν ουράνια τόξα.
Τα παράθυρα που βλέπουν στο αίθριο με τις αναποδιές
έχουν την ίδια απόχρωση με το μέτωπό μου
και από αυτά προτιμώ, κάθε απόγευμα, το γράμμα μι, αν έχει κόκκινη κόμη,
κάθε ξημέρωμα, κάτι μεταξύ μεταξύ γάμμα και χι,
και τα μεσημέρια, το ίδιο εκείνο που ραμφίζουν τα τιρμπουσόν του όρθρου.
Καθώς οι αισθήσεις μου γεννήθηκαν σ’ ένα πορτοκάλι γεμάτο κεραυνούς,
ώρες-ώρες,
όταν δεν φυλάσσεται η νύχτα,
η βροχή αποσαφηνίζει κάποιου φρουρού την καμπούρα.
Παρ’ όλ’ αυτά ωστόσο
ποτέ μου εγώ δεν θα χαϊδέψω τις ηλιαχτίδες
γιατί η μοναξιά μου πάντοτε απελευθερώνει
σύρτες και μάνταλα στων ανθρώπων το μέγεθος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου