JUAN LARREA
ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Ανάμεσα σε τούτες τις λακκούβες του φλάουτου
ποιό πληγωμένο πουλί δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί το σύμπαν
Λουκέτο λειωμένο στης φωνής μου το μέταλλο
Η επιπόλαιή μου ιδιοσυγκρασία
ψύχεται για χάρη κάποιας τέλειας ψυχής
και ο άνεμος τσούζει σ’ ένα βέλασμα χιλιοσπασμένο
Τούτη η σκοτεινή διάθεση η όμοια με γέφυρα
υιοθετεί μ’ ένα τάνυσμά της τη σιωπή
αυτό το να γυρεύεις μάτια και να βρίσκεις θέλγητρα
αυτό το ν’ απουσιάζεις σε σεντόνια και με την ελάχιστη ακηδία
σαν βάρκα παραδομένη από πατέρα σε γιούς
εκεί που το ναυτικό κάποιου τυφλού ανατριχιάζει σύγκορμο
αυτό το να μην είσαι ξένος σε καμιά ντουζίνα αναστεναγμούς
θα είναι πάντα τρόπος καλός
να πάρεις μια λεύκα και να φτιάξεις πρόσχημα ευγενές
Ο ουρανός προσποιείται όπως πάντα όμορφη αδιαφορία
και αφήνει τα άκρα του να πλέουν στο γιαλό
δείτε όμως και τα περιστέρια που ξεκολλάνε από τα πόδια τους
και με την παραμικρή ακόμα μεταβολή του καιρού
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου