MARIA MELECK VIVANCO
Η ΠΥΞΙΔΑ
Δονείται μέσα μου υπόκωφα ο παλμός του αρώματος Άρρωστη και χαμογελάω Ξεριζωμένη πυξίδα δίχως μανία δίχς ξόρκι σε διάφανα κανό που επιστρέφουν μαζί με το καλοκαίρι που ορίζουν οι πεταλούδες
Κάποιο κειμήλιο λεπτής κληρονομιάς διασχίζει τη δίψα μου και με περιέχει Απ’ το σκληρό βουνό των ξένων παρατηρητηρίων έρχομαι στο απίστευτο ποτάμι της θλίψης Η βροχή παγώνει την πλάτη μου Τα αστέρια με μπερδεύουν ακόμα
Άρρωστη από μεγάλη συμπόνια Από όρθιες και ορθές προφητείες
Κάτω από τιμωρημένες πανηγυρικές πέτρες και θορυβώδεις σαύρες –τις ηχηρές τις σαύρες– στου ήλιου την πυρά την τρεμάμενη
Ήταν ο πόνος δικός μου τάχα αντίλαλος; Η δική μου μικροσκοπική φωτιά μήπως; Το μεσημεριανό μου υπνάκι χωρίς εμπάθεια; Η παιδική ηλικία λειωμένη όλη μέσα σ’ έναν κεραυνό;
Ω τόσο μικρή κι ωστόσο οδηγός τυφλών Μέσ’ απ’ των ματιών τους τη θύελλα έπινα τη λέξη αγάπη
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου