Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

 


PABLO NERUDA

 

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

 

Σκαρφαλώνοντας στὶς τσαλακωμένες πέτρες

μέσα στὴ ζέστη τοῦ Ἰουνίου·

ὁ ὁρίζοντας, ἐλιὲς καὶ ἀλουμίνιο,

οἱ λόφοι

σὰν ξερὰ τζιτζίκια·

ἂς ἀφήσουμε πίσω μας τὸν βασιλιά

καὶ τὴν ψεύτικη βασίλισσα,

ἂς ἀφήσουμε

τὸ κύμα τὸ ἀπειλητικό·

θωρακισμένα τὰ πάντα:

οἱ βόες τοῦ Ἰλινόι,

οἱ σαῦρες τῆς Ἀιόβας,

τὰ μαντρόσκυλα τῆς Λουιζιάνας,

ἂς ἀφήσουμε

τὸ γκρίζο γοῦστο,

τὴ γεύση τοῦ ματωμένου σίδερου,

τὸν σκληρὸ τὸν πύργο,

τὸν πικρό.

Ἂς σκαρφαλώσουμε στὴ λάμψη,

στὸ οἰκοδόμημα,

στὸ καθαρὸ ὀρθογώνιο

ποὺ ἐπιζεῖ ἀκόμα

ὑποστηριζόμενο, ἀναμφίβολα,

ἀπὸ μέλισσες.

Πρύτανη τοῦ κόσμου,

τοῦ φωτὸς

κανόνα,

τῆς γεωμετρίας

γαλάζιε παπποῦ,

οἱ κίονές σου τώρα,

ραβδωμένοι ἀπὸ τὰ νύχια

τῶν χαμένων θεῶν,

δὲν κρατᾶνε πιὰ τὴ στέγη τὴν πρόσκαιρη,

ἀλλὰ ὅλο τὸ γαλάζιο,

τὸ γαλάζιο τὸ ἐντελῶς ἀδιάφορο·

ἔτσι ἀποκαλεῖται

ἡ αἰωνιότητα·

γαλάζιο εἶναι τὸ ἐπώνυμό της,

γαλάζιο μὲ γκρίζες φτεροῦγες,

μὲ συννεφάκια μικρά,

γαλάζιο ἐντελῶς ἀκατοίκητο.

 

Οἱ κίονες οἱ ἄμικτοι καὶ καθαροί.

Τοὺς κανόνες τοὺς ἔθεσε ὁ νοῦς,

ἵδρυσε τὸ σύστημα,

ἀνάρτησε τὰ μέτρα στὸ διάστημα,

δημιούργησε τὸ φῶς, τὸ τρίγωνο.

Καὶ τὰ ἔκανε νὰ πετοῦν ὅλα μαζὶ σὰν περιστέρι.

 

Ἀπὸ τὴν αἰώνια ἀταξία

τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων

τῆς φύσης: ἀπὸ

σκοτάδια, ρίζες, θάμνους,

ἀπὸ σπηλιὲς καὶ ὄρη τρομερά,

ἀπὸ ἀπαίσιους σταλακτίτες

ἄρχισε νὰ κόβει καὶ νὰ χαράσσει ἡ ἀναλογία σὰν ζαφείρι.

Κι ἔκτοτε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος

νὰ μετράει καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ ἐξαπλώνεται:

ἄρχισε νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος!

 

Ἀνέβηκε στὴν κηρήθρα ἡ μέλισσα

καὶ τὰ μάτια ἔπεσαν πάνω στὸ πρόβλημα·

ὁ στοχασμὸς ἀπόκτησε ἤπειρο,

ὅπου πᾶς καὶ μετρᾶς, καὶ τὰ πόδια,

ὁδηγημένα ἀπ᾽ τὴ γραμμή,

ἀπόκτησαν τὴν ὀρθότητα,

γιὰ τὴν ὁποία ἀνέκαθεν διψοῦσαν:

θὰ τὸ γνώριζαν πλέον τὸ ἄπειρο.

 

Ἡ θάλασσα ἐκεῖ ἦταν μυστικὸ ἁπλωμένο.

Ὁ Παρθενώνας ὑπῆρξε τὸ πρῶτο καράβι,

τὸ καράβι τοῦ φωτὸς μὲ πλώρη αἴθρια, ξεκάθαρη

καὶ σάλπαρε τὸ θαλάσσιο ὀρθογώνιο

σκορπίζοντας παντοῦ μύθους καὶ μέλι.

Τὴ λευκότητά του τὴν ἔκανε δική του τὸ σύμπαν.

 

Ὅταν τὸ ἐγκατέλειψαν, θέριεψε πάλι

ὁ τρόμος, τὸ σκότος·

ξαναγύρισε ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωὴ τῆς ὠμότητας.

 

Ἐκεῖ ἔμεινε ἄδειο,

ἀκατοίκητο καὶ ἀμιγὲς

τὸ λεπτεπίλεπτο καράβι,

λησμονημένο καὶ ἀστραφτερό,

ἀπόμακρο μὲς στὴ δομή του,

ψυχρὸ σὰν πεθαμένος ἄνθρωπος.

 

Πλὴν ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν ἀλήθεια. Τὸ καράβι

ἦταν ζωντανό, καὶ ἡ πλώρη του

πήγαινε στὸ κέντρο τῆς ὕλης.

Δὲν ἦσαν ἀπαλὲς οἱ γραμμὲς

οὔτε τοῦ κάλλους του ἡ αὐστηρότητα,

διότι ἐπέμενε καὶ ἄντεχε.

Στὴ βροχή, στὸν πόλεμο,

στὴν ὀργὴ ἢ στὴ λήθη

τὸ τρομερό του καθῆκον

ἦταν νὰ ἐπιμένει, ν᾽ ἀντέχει.

Τὰ χαμὀγελα καθόλου

ὁ χρόνος δὲν τὰ σέβεται.

Τὸ καθῆκον του ἦταν νὰ ὑπάρχει, ν᾽ ἀντέχει:

τοῦ ἦταν μάθημα ἡ πέτρα,

τὸ χτισμένο φῶς τοῦ ἦταν αἰτία, λόγος.

 

Καὶ θὰ ἐπέστρεφε ὁ ἄνθρωπος,

ὁ ἄνθρωπος δίχως τοὺς διαβατικούς του θεούς,

θὰ ἐπέστρεφε·

τῆς ψυχῆς ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἡ τάξη,

ἡ δὲ ψυχὴ θὰ ἐπέστρεφε

νὰ κατοικήσει τὸ σῶμα ποὺ ἡ ἴδια ἐδημιούργησε.

Εἶμαι βέβαιος

γιὰ τὴν ἀσάλευτη πέτρα,

γνωρίζω ὅμως τὸν ἄνεμο.

Ἡ τάξη εἶναι ἁπλῶς κατασκεύασμα.

Μεγαλώνει καὶ ἐπιστρέφει στὴ ζωὴ τὸ κτίσμα.

Ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη σβήνει ἡ φωτιά,

ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ἔρχεται ξανὰ στὸ σπίτι της, ἐπιστρέφει.

 

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου