PABLO NERUDA
ΤΑ ΠΙΑΤΑ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΤΑ ΖΩΑ ΤΡΩΝΕ ΜΕ ΧΑΡΗ
Εἶδα κάποτε ἕνα ζῶο τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγε.
Ἦταν μιὰ περήφανη λεοπάρδαλη,
μὲ τὰ γοργά της πόδια, μὲ τὴν ταχύτητά της,
καὶ τὴν εἶδα τὴν ὥρα ποὺ ξεσποῦσε
ἡ ἐκστατικὴ ὀμορφιά της· εἶδα
νὰ τινάζεται τὸ κορμί της μὲ τὰ ἑξαγωνικά του στίγματα
σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ καπνὸ καὶ χρυσάφι·
νὰ ἐπιπίπτει στὴ λεία της
καὶ νὰ τὴν κατασπαράζει
ὅπως ἀκριβῶς κατασπαράζει καὶ ἡ φωτιά:
ἔτσι ἀκριβῶς, κομψά, ἀθόρυβα·
κι ἔπειτα νὰ ἐπιστρέφει
καθαρή, καὶ ὀρθή, καὶ ἁγνὴ
στὸ περιβάλλον τοῦ νεροῦ καὶ τῶν φύλλων,
στῶν πράσινων άρωμάτων τὸν λαβύρινθο.
Εἶδα τὰ ἑωθινὰ θηρία στὰ χορτάρια
ἁπαλὰ σὰν τὸ ἀεράκι ἐπάνω ἀπ᾽ τὸ τριφύλλι
νὰ τρῶνε μὲ τὴ μουσικὴ
τοῦ ποταμοῦ,
νὰ σηκώνουνε στὸ φῶς
τὰ κεφάλια τους στεφανωμένα μὲ δροσοσταλίδες·
εἶδα τὸ κουνέλι νὰ κόβει τὴν καθαρὴ χλόη
μὲ τὸ χαριτωμένο καὶ ἀκούραστο μουσούδι του,
ἄσπρο καὶ μαῦρο, χρυσωμένο ἢ μὲς στὶς ἄμμους,
εὐθύγραμμο σὰν τὴν παλλόμενη ἀποτύπωση
τῆς καθαρότητας πάνω στὸ πράσινο λιβάδι,
ὅπως εἶδα καὶ τὸν μεγάλο ἐλέφαντα
νὰ μυρίζει καὶ νὰ μαζεύει μὲ τὴν προβοσκίδα του
τὴ μυστικὴ οὐσία τῶν πραγμάτων,
καὶ κατάλαβα τότε ὅτι, ὅποτε τινάζονταν
τῶν ὡραίων ἀφτιῶν του οἱ τέντες
μὲ ἐμφανέστατη εὐχαρίστηση,
αὐτὸς βρισκόταν σὲ συνεννοήσεις μὲ τὰ διάφορα φυτὰ
καὶ ὅτι τὸ ἄκακο θηρίο ἐμάζευε
ὅ,τι τοῦ εἶχε τὸ ἄκακο χῶμα φυλάξει.
*******
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΧΙ
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν φερόταν ἔτσι.
Εἶδα τὰ τραπέζια του, τὴν κουζίνα του,
τὴν τραπεζαρία του στὸ πλοῖο,
τὸ ἑστιατόριό του στὸ κλὰμπ ἢ στὰ περίχωρα,
κι ἔλαβα μέρος στὰ ἄτακτα
πάθη ὄλων τῶν στιγμῶν τῆς ζωῆς του.
Βούταγε τὸ πιρούνι, ἔχυνε ξίδι
πάνω στὸ λίπος, λέρωνε τὰ δάχτυλά του
μὲ τὰ τρυφερὰ παϊδάκια τοῦ ἐλαφιοῦ,
ἀνακάτευε τὰ ἀβγὰ μὲ ἀποτρόπαιες σάλτσες,
καταβρόχθιζε ὠμὰ ὑποβρύχια θηρία
καὶ σπαρταροῦσε ἡ ζωή τους στὰ δόντια του,
κυνήγαγε τὰ πουλιὰ μὲ τὸ κόκκινο φτέρωμα,
πλήγωνε τὸ ψάρι ποὺ ἐκυμάτιζε μὲς στὴ μοίρα του,
τρυποῦσε μὲ σίδερο τὸ συκώτι
τοῦ δειλοῦ ἀρνιοῦ,
κοπάναγε γεννητικὰ ὄργανα, γλῶσσες καὶ ὄρχεις,
μπερδουκλωνόταν μὲς στὰ ἑκατομμύρια χιλιόμετρα τῶν ζυμαρικῶν
ἀνάμεσα σὲ λαβωμένους λαγοὺς καὶ ἀμελέτητα.
*******
ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΕΝΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙ
Ἀκόμα κλαῖνε τὰ παιδικά μου χρόνια. Οἱ αἴθριες ἡμέρες
μὲ τὶς ἀπορίες καὶ τὰ ἐρωτήματά μου λεκιάστηκαν
ἀπὸ τῶν γουρουνιῶν τὸ μαῦρο αἷμα,
ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ κατακόρυφο οὐρλιαχτὸ ποὺ μεγαλώνει συνεχῶς
σε τρομακτικότατες ἀποστάσεις.
*******
ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΨΑΡΙΑ
Στὴν Κεϋλάνη εἶδα νὰ κομματιάζουν ψάρια γαλάζια,
ψάρια ἀπὸ ἀτόφυο κίτρινο κεχριμπάρι,
ψάρια ὅλο φῶς μενεξεδὶ καὶ δέρμα φωσφορίζον,
εἶδα νὰ τὰ πουλᾶνε ἔχοντάς τα κομματιάσει ζωντανὰ
καὶ κάθε ζωντανὸ κομμάτι τους ἐτίναζε
στὰ χέρια τοῦ πωλητῆ τὸν βασιλικό του θησαυρὸ
ὅπως παλλόταν κι αἱμορραγοῦσε στὴν κόψη
τοῦ χλομοῦ μισθοφορικοῦ μαχαιριοῦ
λὲς κι ἐπιθυμοῦσε ἀκόμα καὶ στὴ λοίσθια του ὥρα
νὰ χύσει ὑγρὴ φωτιὰ καὶ χίλια ρουμπίνια.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου