STÉPHANE MALLARMÉ
[ΕΠΑΝΩ ΣΤ᾽ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ...]
Ἐπάνω στ᾽ ὄνομα τῆς Πάφου τὰ παλιὰ βιβλία μου κλειστά —
Μονάχα μὲ τὴ διάνοιά μου ἐγὼ νὰ ἐπιλέγω, ὤ, πῶς μὲ διασκεδάζει,
Κι ἐκεῖ ἕνα ἐρείπιο, τόσο εὐλογημένο ἀπὸ χίλιους ἀφρούς, φαντάζει
Ἀπ᾽ τῶν θριαμβικῶν ἡμερῶν τὸν υἱάκινθο νὰ κείτεται μακριά!
Τὸ ψύχος μὲ ὅλα τὰ δρεπάνια τῆς σιγῆς του τώρα ἂς τρέχει, ἂς κυλᾶ,
Τὸν ἑαυτό μου μὲ ἄδειες θρηνωδίες δὲν τὸν σπρώχνω νὰ οὐρλιάζει,
Κι ἂν τοῦτο ᾽δῶ τὸ πάλλευκο παιχνίδι πρὸς τὸ χῶμα πλησϊάζει,
Παντοῦ τοῦ σφαλεροῦ τοπίου τὴν τιμὴ θ᾽ ἀρνεῖται σθεναρά.
Ἡ πείνα μου μπορεῖ καρποὺς νὰ μὴν ἀπολαμβάνει (: μῆλα, σύκα),
Μὰ διεκδικεῖ καὶ βρίσκει στὴ σοφὴ τὴν ἔλλειψη τὴν ἴδια γλύκα:
Τὴν ἔκρηξη τῆς σάρκας πού ᾽ναι ἀνθρώπινη καὶ εἶναι ἀρωματισμένη!
Τὸ πόδι σ᾽ ἔνα φίδι, ὅπου τοῦ ἔρωτά μας πυρπολεῖται ὁ ἀγώνας,
Στοχάζομαι πὼς ἴσως ὕστερα χαθεῖ, καὶ ἡ φλόγα ἡ σβησμένη
Σ᾽ ἕν᾽ ἄλλο πάει: στὸ στῆθος τ᾽ ἀναμμένο μιᾶς ἀρχαίας ἀμαζόνας.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου