PABLO NERUDA
Ο ΗΡΩΑΣ
Μὲ παραινέσεις ἡ δέσποινα τοῦ κάστρου μ᾽ ἔβαζε
νὰ κλαίω σὲ ὅλες του τὶς κάμαρες.
Δὲν τὴ γνώριζα,
ἀλλὰ τὴν ἀγάπησα μὲ ἔρωτα πικρὸ
ὡσὰν ὅλες μου οἱ κακοτυχίες νὰ ὀφείλονταν
στὸ ὅτι κάποτε ἔλυσε τὴν κόμη της
ἀπὸ πάνω μου καὶ μὲ τύλιξε μαῦρο σκοτάδι.
Τώρα ἤτανε πιὰ ἀργά.
Μπαίνουμε, προχωρᾶμε
στὶς νεκρὲς προσωπογραφίες ἀνάμεσα,
καὶ τὰ βήματά μας
ἀκούγονταν
σὰν
νὰ κατεβαίναμε κάπου
νὰ χτυπήσουμε τὴν πόρτα
τῆς θλιβερῆς τιμῆς καὶ δόξας, τοῦ τυφλοῦ λαβύρινθου,
ἐνῶ ἡ μόνη ἀλήθεια
ἦταν ἡ λήθη.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε αἴθουσα
ἡ σιωπὴ ἦταν ὑγρὴ
καὶ ἡ σκληρὴ κυρία τοῦ κάστρου
κι ἐγώ, ὁ μαῦρος μάρτυρας,
ἐπιπλέαμε ἐντελῶς διστακτικὰ
μέσα σ᾽ ἐκεῖνο τὸ ψύχος,
καὶ ἡ κόμη της ἄγγιζε τὴν ὀροφή·
κι ἀπὸ πάνω ὁ βρόμικος χρυσὸς
τῶν παλιῶν σαλονιῶν
ἐθάμπωνε ἀπ᾽ τὰ γυμνά της πόδια.
Ἡ πυκνὴ σφραγίδα τῆς σιωπῆς
τῶν παρωχημένων αἰθουσῶν
ἂν καὶ μὲ τάραζε, ἐγὼ πάλευα
στὸ ὄνομα τῆς φυσικῆς ἀντίδρασης
τῆς καθαρῆς καὶ ἄμικτης φύσης,
ἀλλὰ ἡ πυργοδέσποινα
μὲ προσκαλοῦσε ἀπὸ τὰ βάθη της
νὰ συνεχίζω νὰ περπατῶ
στὰ σκισμένα χαλιά,
σὲ κάθε διάδρομο νὰ κλαίω·
ἦρθαν καὶ ὧρες αἴθριες καὶ ἄδειες,
χωρὶς τροφὴ καὶ δίχως λόγια —
ὅλα εἶχαν περάσει ἢ ἦταν ὄνειρο μάταιο
ἢ ὁ χρόνος
δὲν μᾶς ἀναγνώριζε πιά
καί, σὰν ψάρια πιασμένοι ἐμεῖς στὸ δίχτυ του, ἤμασταν
δυὸ φυλακισμένοι σ᾽ ἕνα κάστρο ἀσάλευτο μέσα.
Τὶς ὧρες ἐκεῖνες τὶς κρατάω στὰ χέρια μου
καὶ τὶς φυλάω σὰν πέτρες ἢ σὰν στάχτες
χωρὶς νὰ ρωτάω τίποτ᾽ ἄλλο πιὰ τὶς ἀναμνήσεις μου.
Ἂν ὅμως ἡ πλανώμενη μοίρα μου
μὲ φέρνει στὸ τεῖχος τοῦ κάστρου,
ἐγὼ φορῶ τὸ προσωπεῖο μου,
ἐπιταχύνω
τὸ βῆμα μου φτάνοντας δίπλα στὴν τάφρο,
τὰ ὅρια τῆς ὀλέθριας λίμνης περνάω
καὶ φεύγω δίχως νὰ κοιτάζω πίσω· μπορεῖ οἱ μποῦκλες της
νὰ ἔπεσαν ξανὰ ἀπ᾽ τὸ μπαλκόνι
καὶ μὲ τὸν οξύ της θρῆνο νὰ προσπάθησε
νὰ μὲ κρατήσει ἐκεῖ.
Γι᾽ αὐτὸ κι ἐγώ, ὁ πανοῦργος κυνηγός,
διασχίζω τὸ δάσος φορώντας τὴ μάσκα μου.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου