Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Η ΜΕΓΑΛΗ ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ

 


PABLO NERUDA

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ

 

Μὲ τὸ ποὺ ξύπνησα, ἀναγνώρισα

τὴ μέρα, ἦταν ἡ μέρα ἡ χθεσινή,

ἦταν ἡ μέρα ἡ χθεσινὴ μὲ ἄλλο ὄνομα,

ἦταν μιὰ φίλη ποὺ τὴ νόμιζα χαμένη

καὶ ποὺ γύρισε γιὰ νὰ μοῦ κάνει ἔκπληξη.

 

Πέμπτη, τῆς εἶπα, περίμενέ με,

μιὰ στιγμὴ νὰ ντυθῶ καὶ πᾶμε ὅπου θὲς παρέα

μέχρι νὰ ᾽ρθεῖ ἡ νύχτα καὶ νὰ πέσεις.

Ἐσὺ θὰ πεθάνεις, ἐγὼ θὰ παραμείνω

ξύπνιος, συνηθισμένος

στὶς ἱκανοποιήσεις ποὺ προσφέρει τὸ σκοτάδι.

 

Τὰ πράγματα ἐπῆραν ἄλλη τροπὴ

καὶ θὰν τὰ πῶ μὲ λεπτομέρειες ἀποκαλυπτικές.

 

Παλιὰ γέμιζα σαπουνάδες τὴ φάτσα μου

—τί ὑπέροχος ὁ  ἀφρὸς

στὰ μάγουλά μου—

κι ἔνιωθα ὅτι μοῦ ἐδώριζε ἡ θάλασσα

μιὰν ἀτέλειωτη λευκότητα,

τὸ πρόσωπό μου ἦταν ἁπλῶς νησάκι μαυρειδερὸ

μὲς στὶς μπορντοῦρες τοῦ σαπουνιοῦ

καὶ ὅταν στὴ μάχη ἀνάμεσα

στὰ μικρὰ κύματα καὶ τ᾽ ἁπαλὰ χάδια

τοῦ πινέλου καὶ τῆς ἀκονισμένης λεπίδας

ἐγὼ ἀπὸ ἀδεξιότητα

τραυματίστηκα

καὶ λέρωσα τὶς πετσέτες

μὲ σταγόνες ἀπ᾽ τὸ αἷμα μου·

ἔψαξα νὰ βρῶ στυπτηρία, μπαμπάκι, ἰώδιο,

καὶ φαρμακεῖα νὰ μὲ βοηθήσουν.

Τὸ μόνο ποὺ βρῆκα ἦταν ἡ φάτσα μου στὸν καθρέφτη,

ἡ ὄψη μου, τραυματισμένη καὶ κακοξεπλυμένη.

 

Τὸ λουτρὸ

μὲ κάλεσε

μὲ θέρμη προγεννητικὴ ν᾽ ἀνανήψω

καὶ τύλιξα τὸ κορμί μου στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ὀκνηρίας.

 

Ἐκείνη ἡ ἐνδομήτρια κοιλότητα

μὲ ἄφησε τυλιγμένον

νὰ περιμένω, ἀκίνητος καὶ ὑγρός, νὰ γεννηθῶ,

νά ᾽μαι ὑπόσταση πλαδαρὴ

ποὺ συμμετέχει στὴν ἀνυπαρξία

καὶ ἀνέβαλλα τὴν ἐμφάνισή μου

ἐπὶ ὧρες καὶ ὧρες

τεντώνοντας τὰ πόδια μου μὲ χάρη

μὲς στὴν ὑποβρύχια ἐτούτη ζέστη.

 

Πόσος χρόνος νὰ σκουπίζομαι καὶ νὰ στεγνώνω,

πόσος χρόνος ἀνάμεσα στὸ να φορέσω

πρῶτα τὴ μία καὶ ἔπειτα τὴν ἄλλη μου κάλτσα,

πρῶτα νὰ μπῶ στὸ ἕνα μπατζάκι

κι ἔπειτα στὸ ἄλλο τοῦ παντελονιοῦ μου,

πόση ὥρα μοῦ πῆρε νὰ βάλω τό ᾽να μου παπούτσι

κι ἔτσι ὅταν, μὲς στὴ θλιβερή μου ἀβεβαιότητα,

διάλεξα μὲν γραβάτα, ἀλλὰ σταμάτησα νὰ ψάχνω

ποιό καπέλο νὰ βάλω, κατάλαβα

ὅτι ἦταν ἤδη πολὺ ἀργά:

εἶχε πέσει ἡ νύχτα, κι ἔτσι

ἄρχισα νὰ ξεντύνομαι, νὰ βγάζω

τὸ ἕνα ροῦχο μετὰ τὸ ἄλλο, νὰ χώνομαι στὰ σεντόνια,

κι ἔπειτα μὲ πῆρε ὁ ὕπνος, μὲ τύλιξε.

 

Ὅταν πέρασε ἡ νύχτα καὶ ξαναμπῆκε ἀπὸ τὴν πόρτα

ἡ παρελθούσα Πέμπτη,

μεταμορφωμένη ἄψογα σὲ Παρασκευή,

τὴν καλωσόρισα μ᾽ ἕνα φιλύποπτο χαμόγελο

καὶ μὲ δυσπιστία γιὰ τὴν ταυτότητά της.

Περίμενέ με, τῆς εἶπα, κρατώντας

πόρτες ἀνοιχτὲς καὶ παραθύρια ὀρθάνοιχτα,

και ξανάπιασα τη ρουτίνα μου

ἀπὸ τὴ σαπουνάδα ἴσαμε τὸ καπέλο,

πλὴν ὅμως ἡ μάταιη προσπάθεριά μου

ἀντάμωσε τὴ νύχτα ποὺ ἐρχόταν

ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ ἤμουν ἕτοιμος νὰ ἐξέλθω.

Κι ἄρχισα νὰ ξεντύνομαι καὶ πάλι μὲ ἄκρα ἐπιμέλεια.

 

Ὅλον αὐτὸ τὸν χρόνο μὲ περίμεναν στὸ γραφεῖο

οἱ φριχτοὶ φάκελοι, οἱ

ἀριθμοὶ ποὺ πετοῦσαν στὰ χαρτιὰ

σὰν μικρὰ ἀποδημητικὰ πουλιὰ

καὶ ποὺ εἶχαν ἤδη γίνει σμάρι ἀπειλητικό.

Μοῦ φάνηκε ὅτι ὅλα εἶχαν μαζευτεῖ

περιμένονάς με γιὰ πρώτη φορά:

ὁ νέος μου καὶ ὁλόφρεσκος ἔρωτας

ἦταν κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο στὸ πάρκο

καὶ μὲ καλοῦσε νὰ συνεχίσω τὴν ἄνοιξη μέσα μου.

 

Παραμέλησα τὴ διατροφή μου

μέρα τὴ μέρα, καθὼς πιεζόμουν νὰ βάζω

τὰ πράγματά μου τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο,

νὰ πλένομαι καὶ νὰ ντύνομαι κάθε μέρα.

Η κατάσταση ἦταν πιὰ τελείως ἀνυπόφορη:

κάθε φορὰ κι ἕνα πρόβλημα μὲ τὸ πουκάμισο,

τὰ ἐσώρουχα γίνονταν ὅλο καὶ ἐχθρικότερα,

τὰ δὲ σακάκια μου δὲν ἔλεγαν νὰ τελειώσουν.

 

Μέχρι ποὺ σιγὰ-σιγὰ πέθανα

ἀπὸ ἀσιτία, ἀπὸ ἀβεβαιότητα, ἀπ᾽ τὸ τίποτα,

ἀπ᾽ τὸ νὰ βρίσκομαι ἀνάμεσα σ᾽ ἐκείνη τὴ μέρα ποὺ ἐπέστρεφε

καὶ στὴ νύχτα ποὺ περίμενε σὰν χήρα.

 

Καὶ ὅταν ἐπὶ τέλους πέθανα, τότε ἄλλαξαν ὅλα.

 

Καλοντυμένος, μὲ μαργαριταρένιο κόσμημα ἐπάνω στὴ γραβάτα,

καὶ ἔχοντας καλοξυριστεῖ

θέλησα νὰ ἐξέλθω, ἀλλὰ δὲν ὐπῆρχε δρόμος,

καὶ δὲν ὑπῆρχε ψυχὴ στὸ δρόμο ποὺ δὲν ὑπῆρχε

καὶ γι᾽ αὐτὸ καὶ κανεὶς ἐκεῖ δὲν μὲ περίμενε.

 

Κι ἔτσι ἡ Πέμπτη θὰ κρατοῦσε ὅλο τὸ ἔτος.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου