JORGE
LUIS BORGES
ΠΟΙΗΜΑ
ΕΙΚΟΤΟΛΟΓΙΚΟ
Ο
δόκτωρ Φρανσίσκο Λαπρίδα, δολοφονηθείς στις 22 Σεπτεμβρίου 1829
από τους αντάρτες του Αλδάο, ιδού τι σκέπτεται, πριν πεθάνει:
από τους αντάρτες του Αλδάο, ιδού τι σκέπτεται, πριν πεθάνει:
Σφυρίζουνε το τελευταίο βράδυ οι σφαίρες.
Έχει άνεμο, στον άνεμο μέσα είναι στάχτες,
σκορπίζονται γύρω η μέρα και η μάχη
Έχει άνεμο, στον άνεμο μέσα είναι στάχτες,
σκορπίζονται γύρω η μέρα και η μάχη
η άμορφη, η δε νίκη είναι των άλλων.
Νικούν οι βάρβαροι, οι γελαδάρηδες νικάνε.
Εγώ, που εσπούδασα τους νόμους, τους κανόνες,
εγώ, ο Φραγκίσκος Νάρκισσος Λαπρίδα,
η φωνή που διακήρυξε την ανεξαρτησία
αυτών των βάναυσων επαρχιών, νικημένος τώρα,
με όψη λερωμένη από αίματα και ιδρώτες,
χωρίς ελπίδα, δίχως φόβο, ηττημένος, φεύγω,
προς Νότον φεύγω αφήνοντας πίσω μου
Νικούν οι βάρβαροι, οι γελαδάρηδες νικάνε.
Εγώ, που εσπούδασα τους νόμους, τους κανόνες,
εγώ, ο Φραγκίσκος Νάρκισσος Λαπρίδα,
η φωνή που διακήρυξε την ανεξαρτησία
αυτών των βάναυσων επαρχιών, νικημένος τώρα,
με όψη λερωμένη από αίματα και ιδρώτες,
χωρίς ελπίδα, δίχως φόβο, ηττημένος, φεύγω,
προς Νότον φεύγω αφήνοντας πίσω μου
τα τελευταία προάστια. Όπως εκείνος
του Καθαρτηρίου ο καπετάνιος που,
φεύγοντας πεζή και ματώνοντας τον κάμπο,
σκοτώθηκε τυφλωμένος απ’ τον θάνατο
σ’ ένα σκοτεινό ανώνυμο ποτάμι μέσα,
έτσι πρέπει κι εγώ να πέσω. Σήμερα είναι
του Καθαρτηρίου ο καπετάνιος που,
φεύγοντας πεζή και ματώνοντας τον κάμπο,
σκοτώθηκε τυφλωμένος απ’ τον θάνατο
σ’ ένα σκοτεινό ανώνυμο ποτάμι μέσα,
έτσι πρέπει κι εγώ να πέσω. Σήμερα είναι
η μέρα μου. Κι από το πλάι, εδώ από δίπλα
μου,
η νύχτα των βάλτων με παραμονεύει
και όλο με κρατάει πίσω, να βραδύνω.
Τις οπλές ακούω του καυτού μου θανάτου –
και όλο με κρατάει πίσω, να βραδύνω.
Τις οπλές ακούω του καυτού μου θανάτου –
παντού ψάχνει να με βρει με καβαλάρηδες,
με χλιμιντρίσματα, με λόγχες και άλλες
λόγχες.
Εγώ που λαχταρούσα νά ’μαι άλλος, νά ’μαι άνθρωπος
των στοχασμών, των κρίσεων, και των βιβλίων,
θα κείμαι πια στην ύπαιθρο, σε τενάγη ανάμεσα·
μου γεμίζει ωστόσο το στήθος μι’ ανεξήγητη,
μια μυστική χαρά. Βρίσκω – επί τέλους
τη νοτιοαμερικανική μου μοίρα βρίσκω.
Εγώ που λαχταρούσα νά ’μαι άλλος, νά ’μαι άνθρωπος
των στοχασμών, των κρίσεων, και των βιβλίων,
θα κείμαι πια στην ύπαιθρο, σε τενάγη ανάμεσα·
μου γεμίζει ωστόσο το στήθος μι’ ανεξήγητη,
μια μυστική χαρά. Βρίσκω – επί τέλους
τη νοτιοαμερικανική μου μοίρα βρίσκω.
Σε τούτη την ολέθρια εσπέρα μ’ επήγαινε
των βημάτων ο πολλαπλός λαβύρινθος
που μου τον έπλεκαν οι μέρες μου μέρα τη μέρα
απ’ όταν ήμουν παιδάκι. Και στο τέλος
το κρυφό κλειδί όλων μου των χρόνων ανακάλυψα,
την ειμαρμένη του Φραγκίσκου Λαπρίδα βρήκα,
το γράμμα που έλειπε, την τέλεια μορφή
που ο Θεός από καταβολών ήδη εγνώριζε.
Μες στον καθρέφτη αυτής της νύχτας προλαβαίνω
την αιώνια, την ανείκαστη όψη μου. Ο κύκλος
πάει πια να κλείσει. Κι ελπίζω έτσι να γίνει.
των βημάτων ο πολλαπλός λαβύρινθος
που μου τον έπλεκαν οι μέρες μου μέρα τη μέρα
απ’ όταν ήμουν παιδάκι. Και στο τέλος
το κρυφό κλειδί όλων μου των χρόνων ανακάλυψα,
την ειμαρμένη του Φραγκίσκου Λαπρίδα βρήκα,
το γράμμα που έλειπε, την τέλεια μορφή
που ο Θεός από καταβολών ήδη εγνώριζε.
Μες στον καθρέφτη αυτής της νύχτας προλαβαίνω
την αιώνια, την ανείκαστη όψη μου. Ο κύκλος
πάει πια να κλείσει. Κι ελπίζω έτσι να γίνει.
Τα πόδια μου πατάνε τον ίσκιο των λογχών
που με γυρεύουν. Του θανάτου μου ο χλευασμός,
οι καβαλάρηδες, οι χαίτες, τα άλογα
με περικυκλώνουν... Να και το πρώτο χτύπημα,
να και το σκληρό σίδερο που μου τσακίζει το στήθος,
να και το τόσο οικείο μαχαίρι στο λαιμό μου.
που με γυρεύουν. Του θανάτου μου ο χλευασμός,
οι καβαλάρηδες, οι χαίτες, τα άλογα
με περικυκλώνουν... Να και το πρώτο χτύπημα,
να και το σκληρό σίδερο που μου τσακίζει το στήθος,
να και το τόσο οικείο μαχαίρι στο λαιμό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου