Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

ΗΛΙΟΣ ΝΕΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ ΜΟΥ

 


JOSÉ MARÍA DE LA ROSA

 

[ΗΛΙΟΣ ΝΕΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ ΜΟΥ]

 

Ήλιος νέου πρωινού στην ταράτσα μου,

γύρω απ’ τα λαχανιασμένα, μισάνοιχτα μάτια μου

για να βιώνω ξανά φως σταθερό αναλλοίωτο

στο φλεγόμενο ποτήρι των νερών επάνω στο στήθος,

που είναι τώρα καθρέφτης άσπρων κεριών, εκκρεμές σχεδόν νεκρό,

στη γαλάζια έρημο, όπου μια φωνή ανέμου,

που τινάζει τις φλέβες του, δίνει στα κύματα που πάνε και τσακίζουν

της φτερούγας τη δόνηση.

 

Ο κόσμος στο χωριό εξύπνησε  αργά –

σήμερα είναι γιορτή, και μόλις μετά βίας ξεχωρίζω

τους ήχους της ζωής, από εδώ όπου πάντα

με κυκλώνουν τα όνειρα, όντας πιο ξύπνιος από ποτέ,

σε άγρυπνη ένταση, και καραδοκώντας την αγωνία μου

σε κάποια δυσάρεστη συνάντηση, μπορεί μάλιστα και σαν λήθη

λανθάνουσας στοργής, κάτι που εν πάση περιπτώσει

δεν είναι άλλη μια λήθη ακόμα.

 

Και, να, παρατηρώ τις βλεφαρίδες μου γεμάτες πρώιμη θάλασσα,

τούτη τη μέρα του Γενάρη – χειμώνας καιρός, άσπρος ο ήλιος.

Δέκα η ώρα και ανάμεσα στις σκέψεις μου χτυπάει

κάτι κρύο και στρογγυλό που μου καίει το χέρι,

εδώ δίπλα στο μέτωπό μου που τό ’χω στα δάχτυλά μου μέσα κλεισμένο·

Σκέφτομαι τη μέρα εκείνη, όταν η πράσινη χλόη

έδωσε από μιας αρχής τα μαλλιά της στον αέρα, ζωή

που κατέστρεψε τη σιωπή τσακίζοντάς την μες σε χαρές

δασών και ποταμών, για να γίνει μέσα μας

δάκρυα, πάγος σε σταγόνες επίμονου ιδρώτα,

στάλες πάλης μεταξύ της επιθυμίας και αυτού του τέλους που κρύβεται

στον οριακό χώρο της τυφλής μας μελέτης.

 

Μια μέρα πολύ θα τό ’θελα, με τα πολύ αδέξια χείλη μου

και με τα μάτια μου τα παγωμένα στην κρυστάλλινη ακινησία,

να πιώ διψασμένος φως, να καούν τα σωθικά μου,

τα νεύρα μου, τα μαλλιά μου μέσα στο κρυμμένο μυστικό σου

και να ξυπνήσω έπειτα, απών και ξεχασμένος

από τούτον εδώ τον ζωντανό πόνο

που περιέχει το αχανές της γης ολόκληρης.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου