JOSÉ MARÍA DE LA ROSA
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ «ΑΝΑΤΟΜΙΑ» ΤΟΥ ΠΙΚΑΣΟ
Το γονιμοποιημένο ωάριο στην καμπύλη μήτρας αισθητικής
είναι σαν τρελή κραυγή στην γκρίζα μακρότητα ή σαν
κύκνος που ενώ κοιμόταν εξεστράτισε απ’ τα κόκαλά του·
το δε χαμόγελο της χαριτωμένης βρύσης,
με τα χέρια του τα τεντωμένα, με μάτια στη θωρακική του χώρα,
στην κοιλιά ή στο πρόσωπο,
με τα γυμνά του πόδια δίχως δάχτυλα ή νύχια,
κρατώντας ισορροπία στο λάστιχο κάποιου ίσκιου ριγωτού,
είναι σαν ποτάμι που κρύφτηκε στις ίδιες του τις όχθες,
με δόντια κανονικά και προδήλως στρατηγικής σημασίας.
Δείτε του νεαρού πέους την ασφάλεια, πέους σωστά στριμμένου
και φιλομαθούς, που του προσφέρει φαγητό μια σύζυγος χωρίς φούστα,
με τη σπουδαιότητα μεσαιωνικού ρητοροδιδάσκαλου ή σκαραβαίου, που κουνιέται
–αξιοπρεπώς πως–, με την ταχύτητά του γκαζωμένη στο τέρμα.
Το στέλεχός του διατηρεί κάτι αξιοθρήνητα ίχνη από καμινάδα
χωρίς ούτε καν κεραμίδι ή φαγωμένο τούβλο
ενώ στο βάθος-βάθος συναντάς ολόκληρο τοπίο στην οθόνη των παραλυτικών κινηματογράφων.
Ή πέφτεις πάνω σ’ εκείνη την ξέφρενη τζαζ-μπάντα, με σερβιρισμένα τα στήθη της
σ’ ένα πιάτο, να προσπαθεί να τα καταβροχθίσει πυρετωδώς, και με την άκρη του ματιού της
να κυνηγάει κάποιο εκεί κερασφόρο μανιτάρι,
που λιποθυμάει ξεχωρίζοντας το γλέντι απ’ το μεθύσι.
Τους τρυφερούς μηρούς, χωρισμένους απ’ το δίκαιο γόνατο,
σαν άλλη ρίζα δοντιού που πεθαίνει, τους στηρίζει ένας αφαλός
που τον κοιτάς με κίτρινη θλίψη
να ταράζει θλιμμένο νύχι, σε πόδι στραβό και πολύ λυπημένο,
με τον λαιμό του λυμένο.
Δίπλα σε αυτό το κλασικό μονόχειρο κιονόκρανο,
είναι ένα κράνος όλο καρφιτσωμένα λεμόνια
σαν καραβέλα που ξαναπλέει ανάμεσα σε αμάξια και ραδιόφωνα,
με την επιτραπέζια υπογραφή σκωροφαγωμένων ρόδων,
και διερευνά τον χώρο με τα παραμορφωμένα πόδια του
τα σαν δοκάρια μα και σαν ψημένες φρυγανιές που τρίβονται.
Μπροστά στο κάθισμα του 18ου αιώνα, σαν άγγελος ή
και σαν χαμένος φθισικός εραστής, νιώθω τον πειρασμό να βολευτώ
και να φυλάξω το πακέτο των αναμνήσεων
και ν’ ανεβοκατεβαίνω σ’ έναν υπέροχο περιστρεφόμενο τροχό που κινεί το λινάρι
της πολιάς κεφαλής,
να διαμείνω στο φεουδαρχικό κάστρο το γεμάτο άσους κούπα
και ν’ αφήσω κατά μέρος
το ότι η άσεμνη γυναίκα των απαγορευμένων παιχνιδιών
συχνάζει στη μάχη των φύλων
που έχει προωθήσει τον αετό ή το μυστρί των τριφυλλόμορφων σπαθιών και των ομματοϋαλίων,
μπροστά απ’ τους δύο εραστές που είναι ροδάκινα, σαμπάνια ή καταρράκτες,
γέλιο ή χώρα ανώνυμη.
Με στρογγυλές κορυφές,
με κρανίο κρεμαστό
η λυγερή γκιλοτίνα με τα πρησμένα γόνατα,
σαν στήθος γεμάτο αποθέματα,
απειλεί τον οισοφάγο –ζέπελιν ναυαγισμένο–,
μεταξύ αδιαφορίας και
χάλυβος –βίδα μ’ ένα στρογγυλό τσεκούρι στον εγκέφαλο–,
ενώ οι εγκύκλιοι βλαστοί σαν αποστεωμένα οπίσθια
αφήνουν τον αέρα λευκό,
τη σταθερότητα μιας αόρατης κνήμης
εξετάζοντας εξονυχιστικά τις παρθένες βεράντες, τις γεμάτες τρίγωνα,
μ’ ένα μόνο θηκάρι
απογοητευμένο από κορυδαλλούς και πορτοκάλια· με δάχτυλα γαντοφορεμένα
που βυθίζονται σε άδειες σφαίρες γεωγραφικές.
Με το βιβλίο μισόκλειστο ανάμεσα στα εξογκωμένα μέλη
η κυρία, κινώντας σαν ριπίδιο μια υποψία,
ξεκινά να πάει στη γλύκα ενός κρασιού με αστεροειδείς
που προσφέρει ο αναβάτης
στην κάρτα των αιωρούμενων δίδυμων σφαιρών της...
Κήποι, γλάστρες, πλαστρόν από πουκάμισα,
ευλάβειες και κατηγορίες –ανδρείκελα νευρικά –,
Ανατομία Δικαίων Αμαρτημάτων, όλα αυτά,
και φτάνουμε στο τέλος ενός κούφιου φιλιού
σαν άλλη νότα από σελιλόιντ άκαμπτο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου