Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ!

 


LUIS BUÑUEL

 

MÉNAGE À TROIS

 

Όσο κι αν προσπάθησα, το πρόσωπο του σοφέρ ήταν αδύνατον να το δω: έμοιαζε κάπως σαν Κοζάκος που οδηγούσε το αυτοκίνητό μας. Συνταξίδευα με μια πενθοφορούσα γυναίκα, και, βλέποντάς την, θά ’λεγες ότι ήταν όντως θεά, μ’ εκείνη την ωχρότητα της αυγής που είχε. Δεν την ήξερα. Ένιωσα όμως το δέρμα μου να ξυπνάει βουτηγμένο μέσα σε πόθο λαγνικό. Διασχίζαμε ένα τοπίο που δεν είχε ουρανό, και δεν είχε ουρανό μέχρι που χαθήκαμε απ’ τα μάτια του κόσμου. Η γη γέμισε ολόκληρη από μαύρους παπαγάλους που ανάδιναν διαπεραστικό άρωμα γυναικείας κρεβατοκάμαρας.

Η άγνωστή μου είπε στον σοφέρ να σταματήσει δίπλα σε μια μεγάλη λίμνη, σε μια δακρυϊκή δεξαμενή γεμάτη τρόμους και αγωνία. «Αυτός είναι», μου είπε, «ο πόρος ο δακρυϊκός ο πλήρης αγωνίας». Την αγνόησα, διότι τώρα ήμουν απασχολημένος με το να της φιλώ το στήθος ανάμεσα στους δυο μαστούς της που τους εκάλυπτε με τα χέρια της κλαίγοντας απαρηγόρητα και χωρίς νά ’χει δύναμη να υπερασπιστεί ούτε καν τον εαυτό της από την καλπάζουσα λαγνεία μου.

Ο οδηγός μας πλησίασε κρατώντας το καπέλο του στο χέρι για λόγους που αγνοώ.

Μα είχα την εντύπωση ότι αναγνώρισα το πρόσωπό του, και δεν μου έμεινε πια καμία αμφιβολία για το ποιός ήταν, όταν χαμογελώντας αναφώνησε: «Λημναίε, φίλε μου». Τρελός απ’ τη χαρά μου του απάντησα: «Εσύ είσαι, παλιέ μου φίλε, εσύ είσαι Λίμνη που δακρύζεις;» Με τί πνεύμα ευθυμίας χαιρετιστήκαμε και αγκαλιαστήκαμε – με μια χαρά ισοδύναμη της αναστάσεως νεκρών.

Κάποια κηδεία είχε μόλις σταματήσει δίπλα μας. Μέσα στο φέρετρο βρισκόταν η μέχρι πριν από λίγο άγνωστή μου κυρία. Με τη σάρκα της χλομή, χωρίς να ξέρει να τραγουδάει! Το τελευταίο δάκρυ, που είχε σταματήσει ως εκ θαύματος στα ζυγωματικά της, γλιστρούσε ακόμα στο μάγουλό της σαν πουλάκι σε κλαδάκι.

Ο φίλος μου όρμησε προς το μέρος της και έπιασε να τη φιλάει φρενιτωδώς στα χείλη, στα χείλη της που από πελιδνά που ήσαν πήραν χρώμα πράσινο, κατόπιν κόκκινο, έπειτα άρπαξαν φωτιά και μετά έγιναν κόλαση.

Άρχισα να νιώθω  μίσος θανάσιμο για τον σοφέρ – δεν ήταν πια φίλος μου. Και άρχισα να νιώθω και μιαν ασύνορη αηδία γι’ αυτή τη γεύση φλεγόμενου λεμονιού που θα έπρεπε να είχαν αφήσει στα χείλη του τ’ άταφα χείλη εκείνης της άγνωστης.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου