JUAN-EDUARDO CIRLOT
ΑΤΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Οι μακρές τσακισμένες ώρες σκάβουν με το μαρτύριο τους τα κλουβιά των βυθών του ωκεανού. Επειδή η θάλασσα είναι πορτοκαλόχρωμη και σκουριασμένη: όντας από σίδερο. Μες στο κεφάλι μου απαντάει το κεφάλι μου και οι σπασμένες ώρες ανταποκρίνονται και απαντούν με κάτι δείκτες στον Θεό μου. Άσε με, σπήλαιο χρωμάτων και φλογών όλο πέτρα, σπηλιά μου εσύ που είσαι και καρδιά της εγκατάλειψής μου. Τα ροδαλά φύλλα φτάνουν με τα καυτά τους δάχτυλα και από κοντά τους έρχονται και οι ακτίδες με τις προοδευτικές τους ταλαντώσεις. Φτάνουν οι φλόγες σαν συγχορδίες μέσ’ από τα κλαδιά του κόκκινου δάσους, και συνθλίβουν με το βάρος τους τα ζοφερότατα βράχια των παλμών. Οι μακρές ώρες κινούνται μέσ’ απ’ τις ρωγμές ωσάν σμαράγδια που ανάβουν και σβήνουν, τρέχουν μες στης οδύνης τη ρόδινη νύχτα. Κάθε καταστροφή βάζει το πυκνό της επίγραμμα στο κλουβί που διαλέγει.
Τα σίδερα κινούνται και τινάζονται, τσιρίζουν. Θεέ μου, κόψε μου και τα εφτά μου χέρια, κόψε μου τα κεφάλια μου από τους ώμους και το σώμα, αλλ’ άφησέ με ν’ ανακτήσω τα χείλη εκείνα που έχω χάσει στις θολές γραμμές των οριζόντων, δίπλα στην απομονωμένη φυλή του τρόμου. Γιατί προχωράω εν βρασμώ και μεγαλώνω στις ρωγμές και κουβαλάω ανάμεσα στα συναισθήματά μου ένα αργό βουνό που τρέφεται, ακάθαρτο ως είναι, από τις διακοπές και τις παρεμβάσεις μου χωρίς να παίρνει ποτέ τα πάνω του. Πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο, τις μακρές και τσακισμένες ώρες εκτοξεύουν τους δείκτες τους και τους περνάνε ανάμεσα απ’ τα διάκενα των λίθων μέχρι να φτάσουν στην αναμμένη εστία της φωνής μου. Θεέ μου, σώσε με απ’ τη θάλασσα των αντιπάλων σπλάχνων. Κράτα με μακριά από τα σμαράγδια. Σβήσε τις καταραμένες πέτρες στα περιδέραια με το ληθαργικό και λανθάνον μίσος τους. Και έχε με ψηλά σαν άλλο μπρούτζινο Λάβαρο. Και σήκωσέ με πάνω από τα ερείπια της Ρώμης και της Καρχηδόνας, όπου πάνε και πεθαίνουνε κυνηγημένα των πρώτων μου ημερών τα πουλιά τα ετοιμοθάνατα.
Πλην όμως τελικά τα λεπτά σου ήδικτα μ’ έκοψαν φέτες γυαλιού. Αν με ακούς να κλαίω και να θρηνώ, να μου τραγουδάς. Κι όταν μου τρυπάς τα δρακίσια χέρια και τα σαν ύδρας κεφάλια μου, μίλα μου για εκείνον τον κήπο όπου ήμουν ακόμα φτωχός, αγόρι με σγουρά μαλλιά και παιχνίδια τρόμου... Πες μου για τις στιγμές όπου οι παραλείψεις και οι παραιτήσεις μου είχαν σχήμα καθεδρικού ναού, και όχι σπηλιάς. Και άσε με ν’ ανεβώ τη χρυσή σκάλα με τα ματωμένα πορφυρά ενδύματά μου. Ναι, Θεέ μου, άσε με να πεθάνω με φως μες στις στάχτες, με τρόμο αφόρητο, με βάσανα και μαρτύρια ακατεύναστα. Θέλω να μπορώ να σε κοιτάζω και να πίνω μέσα στην έκσταση του δικού μου μαρτυρίου, και να γίνομαι χίλια κομμάτια, κομματιασμένος σε χίλιες τόσες πύρινες συγχορδίες, που ν’ αναφλέγονται σε λιτανεία.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου