ΓΙΩΡΓΟΣ KΕΝΤΡΩΤΗΣ: ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
(Συνέντευξη στη Βέρα Κονιδάρη)
Ερώτηση:
1. Αγαπητέ κύριε Κεντρωτή, στο βιβλίο σας Ποδήλατα και Ποδηλάτες –Περί μεταφράσεως ο λόγος, αναφερόμενος στους μεταφραστές εκφράζετε την άποψη πως «το ότι κάποιος γνωρίζει –όσο καλά και αν γνωρίζει– μία ξένη γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος γνώστης είναι άνευ ετέρου και μεταφραστής, πολύ δε λιγότερο “καλός μεταφραστής”». Ποιες ικανότητες χαρακτηρίζουν κατά τη γνώμη σας έναν «καλό μεταφραστή»; Ο λόγος σε εσάς…
Απάντηση:
Το να γνωρίζεις όσο το δυνατόν καλύτερα την ξένη γλώσσα, από την οποία μεταφράζεις, είναι προαπαιτούμενο μεν, αλλά όχι το μοναδικό ούτε καν το κρίσιμο. Απλώς χωρίς αυτό δεν μπορείς να προχωρήσεις. Πέραν τούτου το ζητούμενο στη μετάφραση είναι το πόσο καλά γνωρίζεις τη γλώσσα, προς την οποία μεταφράζεις, και το πόσο καλά μπορείς να «χωρέσεις» τη γλώσσα του πρωτοτύπου στη γλώσσα του μεταφράσματος που έρχεσαι να προτείνεις. Στη μετάφραση πέραν του σημασιακού παράγοντα, που αποτελεί την ακράδαντη βάση του εγχειρήματος της μεταφοράς ενός κειμένου από γλώσσα σε γλώσσα, συλλειτουργούν ο πραγματολογικός και ο υφολογικός παράγοντας. Πέραν αυτών ο καλός μεταφραστής πρέπει να τελεί εν γνώσει του ότι οι γλώσσες εξελίσσονται ασυμμέτρως – δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Στη μύχια δομή τους είναι ίδιες ή σχεδόν ίδιες. Στη δομή επιφανείας διαφέρουν, γιατί δεν προσλαμβάνουν και δεν εκφράζουν όλες οι γλώσσες με τον ίδιο τρόπο την πραγματικότητα. Οι συμπτώσεις είναι λίγες, οι διαφορές και οι αποκλίσεις τείνουν στο άπειρο. Αυτό συντελεί στο να εντοπίζεται αβεβαιότητα ακόμα και στο σημασιακό επίπεδο: η κάθε γλώσσα έχει τη δική της ιστορία ως προς τη χρήση των λεκτικών σημείων και όλων των γλωσσικών στοιχείων, πράγμα που φαίνεται στον τρόπο εκφράσεως από την πιο απλή καθημερινή κουβέντα έως το πλέον πολυσχιδές και πολύπλοκο λογοτεχνικό κείμενο. Η ισοδυναμία των μεταφραστικών όρων (με το πλήθος των επιθετικών προσδιορισμών που τη συνοδεύουν στη θεωρία) είναι αδύνατη. Στη μετάφραση δεν μπορούμε να μιλάμε για ισότητες, αλλά για αναλογίες και αντιστοιχίσεις – για ανταποκρίσεις. Ο καλός μεταφραστής βρίσκει/επινοεί τις ανταποκρίσεις των εμπλεκομένων στη μετάφρασή του γλωσσών. Και επειδή η μετάφραση είναι κατ’ ουσίαν ρητορική δράση, ο καλός μεταφραστής ξεκινάει πάντοτε από την εύρεση (inventio) του υλικού του και, μέσω της διάταξης (dispositio/ordo), της λέξης/ευγλωττίας (elocutio) και της μνήμης (memoria), φτάνει στην υπόκριση (actio): στο πώς θα δημιουργήσει ένα κείμενο, ένα μετάφρασμα ομόλογο και ανάλογο του πρωτοτύπου.
Ερώτηση:
2. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερα από 60 βιβλία – μεταφράσματά σας. Εσείς με ποιο τρόπο προσεγγίζετε ένα έργο ώστε να αποδώσετε το καλύτερο δυνατό μετάφρασμα; Πώς επιλύετε τις δυσκολίες που παρουσιάζονται;
Απάντηση:
Κυρία Κονιδάρη, ακολουθώ σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια τη ρητορική ακολουθία των πραγμάτων, όπως σας την ανέφερα μόλις πριν από λίγο. Στη μετάφραση το μονίμως ζητούμενο είναι να φτάσεις με ασφάλεια στην υπόκριση, στην actio. Ο μεταφραστής πρέπει να γίνει υποκριτής, actor, παναπεί ηθοποιός: να αποδίδει τον ρόλο του πειστικά απέναντι στον αναγνώστη. Όπως ο ηθοποιός κάνει πολύωρες και πολύχρονες πρόβες, για να αρθρώνει σωστά και πειστικά λόγους συνοδευόμενους από κινήσεις, για να συνδυάζει τη ρηματική και τη σωματική δράση που του επιβάλλουν οι ρόλοι του, έτσι –τηρουμένων των αναλογιών– οφείλει να δρα και ο μεταφραστής: να παράγει νέο κείμενο ομόλογο και ανάλογο του πρωτοτύπου. Σύρεται, ξέρετε, ένας μύθος δεκαετίες και δεκαετίες: ότι τα δύσκολα κείμενα τα κάνουν δύσκολα οι δύσκολες, οι «άγνωστες» λέξεις. Και είναι όντως μύθος, και δη εσφαλμένος! Η δυσκολία δεν προϋπάρχει – η δυσκολία προκύπτει και ανακαλύπτεται, αλλά και θεραπεύεται ρητορικώς. Ο μεταφραστής αναζητάει την «ποιότητα» και τη «διαφορότητα» των λόγων σε δυο γλώσσες που με τη δική του επέμβαση και συνδρομή έρχονται σε επαφή. Διευκρινίζω ότι η «ποιότητα» και η «διαφορότητα» είναι λέξεις που απαντώνται πρώτη φορά στον πλατωνικό Θεαίτητο, στον διάλογο εκείνον, όπου ερευνώνται τα της γνώσεως, και στο πλαίσιο εκείνης ακριβώς της διάκρισης τις χρησιμοποιώ. Θα κάνω, όμως, ένα μεγάλο άλμα και θα σας πω ότι η γνώση, η οποία παραμένει πάντα desideratum καθότι άπιαστη,... εννοώ, λοιπόν, την εκάστοτε διατιθέμενη γνώση... η γνώση αυτή αίρει τις όποιες δυσκολίες. Αλλά η γνώση εν προκειμένω δεν μπορεί παρά να είναι μόνο υποκειμενική και δη βαπτισμένη στα νερά της ερμηνείας.
Ερώτηση:
3. Έχετε μεταφράσει στα Νέα Ελληνικά από τα Αρχαία Ελληνικά, τα Λατινικά, τα Γερμανικά, τα Ιταλικά, τα Ισπανικά, τα Γαλλικά, τα Αγγλικά, τα Ρωσικά και τα Τσεχικά. Μια πολύ εντυπωσιακή λίστα γλωσσών. Ποια θεωρείτε την πιο «απαιτητική» ή αλλιώς την πιο δύσκολη μεταφραστική εργασία την οποία φέρατε εις πέρας;
Απάντηση:
Το κάθε μετάφρασμα έχει τις δυσκολίες του, όπως τις περιγράψαμε προ ολίγου, δυσκολίες που αντιμετωπίζονται καταπώς είπαμε με τη γνώση. Πάντα μεταφράζω έργα, «πράγματα», που έχω την πεποίθηση ότι γνωρίζω ή, εν πάση περιπτώσει, είμαι σε θέση να γνωρίσω ερμηνεύοντάς τα. Βλέπετε, κυρία Κονιδάρη, επαναλαμβάνω αυτά που σας έχω πει! Οπότε η σύμμετρη προς τις απόψεις μου απάντηση στο ερώτημά σας θα ήταν: όλες οι μεταφράσεις που έκανα ήσαν το ίδιο και ισομόρφως απαιτητικές! Νιώθω, ωστόσο, ότι δεν σας έχω δώσει καλή απάντηση,.. και δικαίως εσείς θα έχετε σχηματίσει την εντύπωση ότι αποφεύγω,.. ότι ντριμπλάρω το ερώτημά σας. Λοιπόν το πιο απαιτητικό –και υπ’ αυτή την έννοια το δυσκολότερο– βιβλίο που μετέφρασα είναι η Νέα επιστημονική γνώση (La scienza nuova) του Τζαμπατίστα Βίκο, κυρίως λόγω του άτσαλου ναπολιτάνικου ιδιώματος με τις καταλογάδην απαριθμήσεις δεδομένων, με το μέγα πλήθος πρωθυστέρων και ανακολούθων και με το ιδιότυπο χιούμορ του συγγραφέα – και να σκεφτείτε ότι όλα τούτα συνδυάζονται με έναν καταρράκτη ετερόκλητων δεδομένων από διάφορους τομείς του επιστητού, πρωτίστως δε από την ιστορία και τις ομηρικές σπουδές. Από τον αχανή νου του Βίκο εκπορεύονται ιδέες και πληροφορίες αυστηρές στη διατύπωσή τους και σχεδόν πάντοτε κρυπτικές στη σύλληψη και την κατάρτισή τους. Επειδή ο ίδιος καταλάβαινε τα πάντα, θεωρούσε ότι οι πάντες είναι ικανοί να κάνουν το ίδιο – ακούγεται αστείο, αλλά δεν είναι! Γι’ αυτό και η μετάφρασή μου προχωρούσε αργά-αργά, και πολύ συχνά έπρεπε να επιστρέφω σε ήδη μεταφρασμένα μέρη για να τα επαναπραγματευθώ επί τη βάσει μεταγενεστέρων στοιχείων που παρέθετε ή/και υπονοούσε ο Βίκο. Χρειάστηκαν οκτώ έτη για να αποπερατώσω το μετάφρασμα, και δύο από αυτά τα πέρασα στη Νάπολη, όπου, in situ, είχα τη βοήθεια ειδικών μελετητών του Βίκο, συναδέλφων στο Πανεπιστήμιο Φεντερίκο Σεκόντο. Πάντως εύκολη μετάφραση δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει εύκολος... μαραθώνιος δρόμος!
Ερώτηση:
4. Bertolt Brecht, Charles Baudelaire, Rainer Maria Rilke, Vladimir Mayakovsky, Pablo Neruda, Paul Eluard, Cesare Pavese, Robert Musil, Giorgio Bassani, Διονύσιος Σολωμός, είναι μόνο μερικά από τα ονόματα της μακράς λίστας λογοτεχνών που έχετε μεταφράσει. Με ποια γλώσσα ή με ποιον συγγραφέα νοιώσατε μια ίσως μεγαλύτερη γλωσσική συγγένεια κατά τη διαδικασία της μετάφρασης;
Απάντηση:
Με τον Διονύσιο Σολωμό, με τον κόντε! Επί πολλά έτη ασχολήθηκα με το ιταλικό έργο του, ποιητικό και πεζό/δοκιμιακό. Και προσπαθούσα μέσα από τα ιταλικά λόγια του ν’ ακούσω τα (ιστορικώς μεταγενέστερα) ελληνικά του. Αλλά έκανα και το αντίθετο: διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ελληνικά έργα του, πάσχιζα ν’ ανακαλύψω ιταλικές χροιές, δώρα φερμένα από την Αυσονία. Η διαρκής αυτή ανάγνωση αποτελεί ένα είδος άγραφης δοκιμαστικής «μετάφρασης». Τους συγγραφείς που μετέφρασα και μεταφράζω τους επιλέγω εγώ. Δεν μεταφράζω κατόπιν παραγγελίας. Μπορεί να μετάφρασα το Βιργιλίου θάνατος του Μπροχ και τη Νέα επιστημονική γνώση του Βίκο κατόπιν έντονης προτροπής του αείμνηστου φίλου μου Δημήτρη Αρμάου, αλλά η προτροπή θα έμενε απλώς προτροπή, αν δεν είχα πεισθεί εντελώς ότι με ενδιαφέρει η μετάφραση των συγκεκριμένων έργων που ήδη, πάντως, εγνώριζα. Άλλο, όμως, σημαίνει «γνωρίζω το έργο ως αναγνώστης» και άλλο το «γνωρίζω το έργο ως μελλοντικός μεταφραστής» του. Αγαπώ όλες μου τις μεταφράσεις το ίδιο – ακούγεται κοινότοπο, αλλά είναι αλήθεια.
Ερώτηση:
5. Είστε και ο ίδιος ποιητής. Στο ποίημά σας Μεταφράζοντας Μπρεχτ, της ποιητικής συλλογής Ορίτζιναλ Μαϊμούδες, γράφετε:
Γι’
αυτό σου λέω: μ’ αρέσει η προδοσία του κειμένου·
μου αποδεικνύει πως σε βάθος
μ’ έχεις καταλάβει.
Εν αμφιβόλω θέτε τα γραπτά
μου, προκειμένου
τη γλώσσα μου να βάλεις στη
δικιά σου να μιλήσει!
Τελικά, οι παραπάνω στίχοι μήπως συνοψίζουν την μεταφραστική σας ποιητική; Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για την «προδοσία» του κειμένου, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τη μετάφραση της ποίησης;
Απάντηση:
Η «προδοσία», αγαπητή κυρία Κονιδάρη, δεν είναι άλλη από αυτή την πλατωνικής τάξεως «διαφορότητα», για την οποία ήδη κάναμε λόγο. Και βεβαίως αυτή καθορίζει και την «ποιότητα». Εν προκειμένω τονίζεται ένα μπρεχτικής κοπής σκέρτσο: ιδιοποιούμαι τρόπον τινά απόψεις του Μπρεχτ και τις παρουσιάζω σαν να μου τις προτείνει ο ίδιος ο Μπρεχτ. Ο Μπρεχτ ήξερε πολύ καλά ότι άλλο είναι η πραγματικότητα (με λίγη τόλμη θα μπορούσαμε να πούμε «η πραγματική πραγματικότητα») και άλλο είναι η ποιητική μεταχείρισή της, η λυρική πρόσληψή της, η απήχησή της με στίχους και με ρίμες και με μέτρα. Γι’ αυτό και ο ίδιος αμφισβητούσε τα πάντα, ακόμα και τα δικά του «επιτεύγματα». Αυτή την αμφισβήτηση νιώθω ότι θέλει να μου μεταδώσει, για να με κάνει να τον αμφισβητήσω. Αμφισβητώντας τον –μπρεχτικά μιλώντας– τον δικαιώνω, του δικαιώνω την ποιητική ύπαρξη, διότι συνομιλούμε, διότι αντερίζουμε, διότι είμαστε χωριστά, ακόμα και αν είμαστε μαζί: υπηρετούμε έτσι τη διαλεκτική των πραγμάτων. Μα πείτε μου κι εσείς: δεν είναι, αλήθεια, μορφή προδοσίας και η μετάφραση;! Τι άλλο σημαίνει, άλλωστε, αν όχι προδοσία, εκείνο το διασημότατο ιταλικό παρηχητικό γιουχάισμα traditore traduttore!, παναπεί μεταφραστή προδότη! Η σωτηρία της μετάφρασης είναι η προδοσία της και δη από μιας αρχής: αφού η απόλυτη ισοδυναμία δεν υπάρχει και αφού, για να εκφράσουμε το πρωτότυπο, επιστρατεύουμε την αναλογία, μετερχόμαστε ήδη προδοσία. Στη μεταφραστική διαδικασία, λοιπόν, πρέπει να βάλουμε τα πράγματα του πρωτοτύπου να μιλήσουν στο μετάφρασμά μας με τη γλώσσα και το εν γένει ήθος της γλώσσας αφίξεως. Αυτή είναι η δουλειά και η αποστολή του μεταφραστή. Συνήθως από τα χείλη των ανειδημόνων ακούγεται η ακόλουθη ανοησία – την έχετε σίγουρα ακούσει: «Εγώ θέλω να διαβάζω στη μετάφραση τι λέει το πρωτότυπο!» Αυτός που το λέει αυτό αποδεκνύεται διαθέτων περίσσεια παχυλής αγνοίας! Μα, καλέ μου άνθρωπε, αν θέλεις να δεις τι λέει το πρωτότυπο, διάβασε το πρωτότυπο! Στο μετάφρασμα θα δεις (αν μπορείς να το δεις, βέβαια) πώς αντιλήφθηκε, πώς κατενόησε και πως ερμήνευσε ο μεταφραστής το πρωτότυπο και πώς το απέδωσε στη γλώσσα του, που είναι και η δική σου φυσική γλώσσα.
Ερώτηση:
6. Έχετε εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και έχετε βραβευτεί για το ποιητικό σας έργο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Καταπιάνεστε με πολλές ποιητικές φόρμες και γράφετε μια ποίηση ασυνήθιστη, σε λέξεις, σε διατυπώσεις, σε ομοιοκαταληξίες. Ο ποιητής Κεντρωτής από
πού κυρίως αντλεί τα θέματά του; Τι τον εμπνέει; Τι τον κινητοποιεί για να γράψει ποίηση; Βρίσκετε «ποιητικές συγγένειες» με ή επιρροές από άλλους ποιητές;
Απάντηση:
Γράφω κατά κανόνα, αλλά όχι αποκλειστικώς, έμμετρη ποίηση. Το αυτό ισχύει και για τα λυρικά μεταφράσματά μου. Πάντως ομολογώ ότι νιώθω άνετα εντός των περιορισμών και της αυστηρότητας του μεμετρημένου στίχου, του σονέτου, της οκτάβας, του παντούμ, της μπαλάντας, του τάνγκο. Μου αρέσουν επίσης το νονέτο και η τετρακτύς – επινοήσεις δικές μου. Τα ποιήματά μου είναι κατά βάση ερωτικά ή ποιήματα ποιητικής. Κατά καιρούς έχω γράψει και μερικά καθαρώς πολιτικά, αλλά και αρκετά σατιρικά ποιήματα. Οι ποιητές που αγαπάμε, δικοί μας και ξένοι, μας εμπνέουν. Μου αρέσει η συνομιλία με τον Σολωμό, τον Ρίτσο, τον Σκαρίμπα, τον Εγγονόπουλο, τον Μπωντλαίρ, τον Τρακλ, τον Μπρεχτ, τον Παβέζε, τον Μπόρχες, τον Πας. Στα ερεθίσματά τους ανταποκρίνομαι και αποκρίνομαι. Και με τους αρχαίους Έλληνες, ιδίως τους τρεις κορυφαίους τραγικούς, μου αρέσει να συζητώ ποιητικώς: αντλώ θέματα από τη λυρική και την εν γένει σοφία τους και τα σχολιάζω με τους δικούς μου τρόπους. Η τελευταία δημοσιευμένη συλλογή μου με τίτλο Προσωπεία και κόθορνοι (Gutenberg 2020) είναι αποκλειστικά αφιερωμένη σε θέματα της αρχαίας τραγωδίας, είτε απ’ ευθείας είτε κατά συνεκδοχή.
Ερώτηση:
7. Στις μέρες μας που οι εθνικές κουλτούρες και γλώσσες φαίνονται να «καταρρέουν» υπό το βάρος των κυρίαρχων πολιτισμών, ποια η θέση της ελληνικής γλώσσας σε αυτόν τον άτυπο πόλεμο; Ποιο το μέλλον της; Ποια η θέση των ανθρωπιστικών σπουδών μέσα σε αυτή τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης;
Α Απάντηση:
Τ Το μέλλον όλων των γλωσσών είναι εξασφαλισμένο, εφόσον υπάρχουν φυσικοί ομιλητές τους. Είναι αυτονόητο, αλλά μάλλον το λησμονούμε είτε από υπερβολική αγάπη για τη γλώσσα μας είτε από υπερβολικό φόβο για την τύχη της. Οι γλώσσες νομοτελειακώς αλλάζουν – και δεν πρόκειται απλώς για θέμα αλλαγής λεξιλογίου! Αν δεν άλλαζαν, θα μιλούσαμε σήμερα τα ομηρικά ελληνικά! Ας σκεφθούμε δε πόσες αλλαγές έχουν γίνει από τα χρόνια του Ομήρου έως τις μέρες μας. Χρέος των ποιητών είναι να παράγουν λόγο. Και χρέος των δασκάλων είναι να διδάσκουν τα ελληνικά, τα σύγχρονα κατά βάση, με αναφορές σε παλαιότερες μορφές τους. Αλλά τα ελληνικά είναι αυτά που ομιλούνται σήμερα από τους ζώντες φυσικούς ομιλητές τους. Λόγω της δυναμικής αλλαγής της γλώσσας, τίποτα δεν μένει σταθερό και τίποτα δεν μένει μονήρες και ασυσχέτιστο με ό,τι συνιστά τον λόγο: προφορικό και γραπτό, συγχρονικό και διαχρονικό. Η εθνική κουλτούρα δεν κινδυνεύει από καμία άλλη κουλτούρα, αρκεί να ξέρουμε για τι μιλάμε κάθε φορά. Επιρροές και επιδράσεις παρατηρούνται παντού και πάντα. Το αμιγές και το καθαρό δεν συνιστούν τον κανόνα, αλλά την περιορισμένης εκτάσεως εξαίρεση, και μάλιστα την αισθητικώς όχι πάντοτε ενδιαφέρουσα. Οι ανθρωπιστικές σπουδές διώκονται διεθνώς από οργανωμένες ομάδες ημιμαθών που δυστυχώς ηγεμονεύουν στον χώρο της παιδείας. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που δεν μεταβάλλεται. Προαπαιτείται, όμως, κάτι σημαντικό και απαράγραπτο: τον υπερασπιστικό λόγο των ανθρωπιστικών επιστημών να τον αρθρώνουν και την ανάλογη πολιτική να την ασκούν οι επαΐοντες και όχι οι φαντασιόπληκτοι και φωνασκούντες άσχετοι, μοντερνόπληκτοι, γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι. Οι τελευταίοι, που απαρτίζουν πολυάριθμο εσμό, σχηματίζουν τις τάξεις του εσωτερικού εχθρού. Με αυτούς πρέπει να ξεμπερδέψουμε πρώτα, και ύστερα να ασχοληθούμε με τους άλλους.
Ε Ερώτηση:
Μέσα από την πολυετή θητεία σας στο τμήμα Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου αλλά και ως έμπειρος μεταφραστής, ποια συμβουλή θα δίνατε στους μελλοντικούς μεταφραστές λογοτεχνικών κειμένων ώστε να γίνουν «καλοί μεταφραστές»; Ποιες δυσκολίες δύνανται να αντιμετωπίσουν σε επαγγελματικό επίπεδο;
Απάντηση:
Θα μιλήσω μόνο για τους μεταφραστές λογοτεχνικών έργων. Ο καλός μεταφραστής δεν είναι κάποιος ιδεατός τύπος, ούτε κάποιο (με την πλατωνική σημασία του όρου) φάντασμα. Καλός μεταφραστής είναι εκείνος που μεταφράζει συνεχώς και αδιαλείπτως, έτσι ώστε ούτε να «ξεχνάει» ποιο είναι το έργο του ούτε να «ξεχνιέται» από τη δημιουργική δράση του, και να βρίσκει πάντα δρόμους που τον φέρνουν κοντά στο εκάστοτε μεταφρασθησόμενο έργο, που ο ίδιος αναλαμβάνει να το πάρει από τη γλωσσική κοιτίδα του και να το μεταφέρει ασφαλώς και αζημίως σε γλωσσική αποικία. Ο μεταφραστής (το κάθε μεταφράζον υποκείμενο) είναι φορέας ύφους: τόσο του ήδη προσωπικώς κεκτημένου όσο και ύφους προσαρμοζόμενου σε ανάγκες αποκωδικεύσεως αλλοτρίων υφών. Στη μετάφραση υπάρχει πάντοτε αυτή η συμπλοκή υφολογικών παραγόντων. Εξ άλλου τι είναι το κείμενο, το text; Ύφανση είναι, textura – το φανερώνει αδιάψευστα το έτυμον του λατινικού όρου. Με συμπλοκές και με συνυφαινόμενα αγωνίζεται και δημιουργεί ο μεταφραστής. Καλός μεταφραστής είναι αυτός που συμπλέκει και συνυφαίνει σημεία, λόγους και ύφη σε ένα ενιαίο text, χωρίς να μπλέκει, χωρίς να μπερδεύει τα πράγματα. Καλός μεταφραστής είναι αυτός που ερμηνεύει πειστικά με το δικό του ύφος την παρτιτούρα του πρωτότυπου κειμένου. Ο μεταφραστής είναι σαν τον διευθυντή ορχήστρας που διαβάζει και δίνει οδηγίες στους μουσικούς ως προς το πώς ερμηνεύονται οι νότες της παρτιτούρας. Μόνο που εδώ, στη μετάφραση, ο διευθυντής και οι μουσικοί της ορχήστρας ενώνονται στο πρόσωπό του και συμπαίζουν σαν ένας εκτελεστής.
Ερώτηση:
9. Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμιο, μετάφραση, πανεπιστημιακή διδασκαλία, είναι μόνο μερικές από τις δράσεις σας. Δουλεύετε άοκνα και έχετε διακριθεί ποικιλοτρόπως. Πώς κατανέμονται όλες αυτές οι ασχολίες στην καθημερινότητά σας; Πώς τα προλαβαίνετε όλα;
Απάντηση:
Κυρία Κονιδάρη, είμαι τυχερός, καθώς η εργασία μου συμπίπτει με το –ας το πούμε– «χόμπυ» μου. Εργάζομαι παράγοντας πάνω σε αυτό που μου αρέσει να κάνω. Διδάσκω στο Πανεπιστήμιο αυτό που με εκφράζει δημιουργικά – και αμείβομαι γι’ αυτό. Έτσι έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, και τον διαθέτω στη συγγραφή και στη μελέτη. Οι πλείστοι των συγγραφέων δεν έχουν αυτή την «πολυτέλεια». Εγώ, επειδή την έχω και επειδή έχω συνειδητοποιήσει ότι η περίπτωσή μου είναι η διακριτότατη εξαίρεση ενός καθολικού συντριπτικού κανόνα, δουλεύω πολλές ώρες την ημέρα και κάθε μέρα. Ακολουθώ τη συμβουλή που μου είχε δώσει ο Γιάννης Ρίτσος. Να διαβάζω και να γράφω κάθε μα κάθε μέρα. Μου είχε επισημάνει δε ότι ακόμα και αν τύχαινε να είμαι άρρωστος, θα έπρεπε να πιάνω στα χέρια μου και να κρατώ το μολύβι όλες της ημέρες της ασθενείας μου, για να μη χάνω την επαφή μου με το εργαλείο της τέχνης των συγγραφέων: τη γραφίδα. Ακολουθώ και θα ακολουθώ πάντα με ιερό φανατισμό τη συμβουλή του. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν κάνω και άλλα πράγματα. Οι μέριμνες της καθημερινότητας, ο οικογενειακός βίος, οι κοινωνικές υποχρεώσεις, η διασκέδαση – όλα απαιτούν χρόνο, κι εγώ βρίσκω και τους τον δίνω. Φέρ’ ειπείν, ψωνίζω για το σπίτι, βγαίνω με φίλους για καφέ ή για φαγητό, πηγαίνω συστηματικά στο γήπεδο – τέτοια πράγματα... Κάνω ό,τι πρέπει να κάνει ένας κανονικός άνθρωπος για να είναι ευχαριστημένος. Ποτέ όμως δεν ξεχνώ τη δουλειά μου. Και ποτέ δεν χασομεράω. Ποτέ! Κι έτσι τα προλαβαίνω όλα. Σας απαντώ, αφού με ρωτήσατε!
Ερώτηση:
Κλείνοντας, θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις τρέχουσες δράσεις και τα μελλοντικά σας σχέδια;
Απάντηση:
Ευχαρίστως να σας πω. Από τον Gutenberg θα κυκλοφορήσουν τα ποιητικά Άπαντα του Οκτάβιο Πας και από τις εκδόσεις Ρώμη θα κυκλοφορήσει μία ανθολογία 208 ερωτικών ποιημάτων από διάφορες γλώσσες με τίτλο Τις μολότοφ των στομάτων μας τσουγκρίζοντας. Από τις εκδόσεις Gutenberg θα εκδοθούν μάλλον το 2024 τέσσερα μεταφράσματά μου από το έργο του Νερούδα: η αυτοβιογραφία του με τίτλο Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα και τρεις ποιητικές συλλογές: Οι στίχοι του καπετάνιου· τα Δελτία από τη Μαυρόνησο· και η Συντέλεια του κόσμου. Ελπίζω ότι έως το 2025 – καλά να είμαστε – θα κυκλοφορήσει η μετάφρασή μου του Ασματολογίου (Canzoniere) του Πετράρχη, που τη δουλεύω επί περίπου δύο δεκαετίες, καθώς και η έβδομη ποιητική συλλογή μου με τίτλο Τα ξεχασμένα αναπολώντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου