Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

ΓΙΑ ΤΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

 




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΓΙΑ ΤΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

 

Τον Αντώνη Παπαϊωάννου, τον γνωρίζω αρκετές δεκαετίες. Και μαζί με αυτόν γνωρίζω και τη γραφή του ή, για να το θέσω ακριβέστερα, τον τρόπο που γράφει. Είναι από τους κλασικούς επαγγελματίες γραφιάδες που ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου, έχοντας γράψει ή επεξεργαστεί αρκετές χιλιάδες σελίδες που περιλαμβάνουν: κείμενα για διαφημίσεις με τον εξαντλητικό ρυθμό που απαιτεί το επάγγελμα· στίχους για τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν επιτυχίες· κείμενα και σενάρια για καθημερινές τηλεοπτικές σειρές· κείμενα και σενάρια για περισσότερα από 100 τηλεοπτικά επεισόδια ντοκιμαντέρ· θεατρικά έργα· αρθρογραφία· επιμέλεια για περισσότερα από 70 βιβλία· εκπαιδευτικά κείμενα και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Με λίγα λόγια κατέχει οίκοθεν όλα τα καπρίτσια της γραφής, αφού είναι μάλιστα υποχρεωμένος κάθε φορά να την προσαρμόζει στις διαφορετικές απαιτήσεις και σε διαφορετικούς στόχους.

Όλα τούτα, πέρα από τα προφανή πλεονεκτήματα που έχουν να κάνουν με την τεχνική, τη λιτότητα, την οικονομία ή τη δυναμική του λόγου, δημιουργούν και έναν προβληματισμό. Ποια είναι η πραγματική ταυτότητα του γράφοντος υποκειμένου (αν και δεν είναι απαραίτητο να είναι πάντα αναγνωρίσιμη) που καταντάει εν τέλει περιοριστική για τον συγγραφέα, ο οποίος στο πέρασμα των χρόνων εξελίσσεται συνεχώς μαζί τα πράγματα γύρω του. Δεν παύει όμως να είναι ζητούμενο. Πότε η γραφή αυτή διεκπεραιώνει ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις ή αστικές υποθέσεις και πότε δημιουργεί τη συγκίνηση και φορτώνει το προστιθέμενο βάρος που καλείται να υπηρετήσει η λογοτεχνία; Αυτή η ταυτότητα για τον Αντώνη Παπαϊωάννου αποκτά αναγνωρίσιμα στοιχεία τα τελευταία χρόνια, όταν ο συγγραφέας άρχισε να μας δίνει αφηγηματικά έργα, κάτι βέβαια που για όσους γνωρίζουν είχε αρχίσει νωρίτερα με τα θεατρικά του έργα που, αν και κάποια έχουν παιχτεί και εκδοθεί στο εξωτερικό, παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα στο μέγα πανελλήνιον.

Εδώ προτίθεμαι να αναφερθώ δια βραχέων στα τελευταία του βιβλία που κυκλοφόρησαν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Πρόκειται για δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που εξελίσσονται με τον ίδιο ήρωα στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης (μια πρωτότυπη και ευφάνταστη, αν μη τι άλλο, ιδέα) και για τη νουβέλα που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο: «Το υπόλοιπο του βίου».

Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο συγγραφέας ακολουθεί μια μακροπερίοδη γραφή, σχεδόν υπνωτική, χωρίς στίξη, αλλά με περίτεχνα πλεγμένες τις δευτερεύουσες προτάσεις έτσι, ώστε να σε παρασέρνει να σε μια ανάγνωση χωρίς ανάσα και να σε βυθίζει σε μια ατμοσφαιρική πυκνότητα λόγου με χιούμορ, με σαρκασμό και με επιτηδευμένες επαναλήψεις που σε κάνουν να απολαμβάνεις την ανάγνωση μέχρι να τελειώσει το κάθε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου. Ένας άνθρωπος που βαδίζει μετρώντας τα βήματά του, μια αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο που θα μπορούσε να είναι σε πρώτο, αφού είναι προφανές ότι έχει αυτοβιογραφικές αναφορές και μια φαινομενικά απλή πορεία, ένα φανταστικό road trip όχι σε πόλεις, αλλά στο υπόλοιπο του βίου, σε ένα μεταφυσικό τοπίο: στα μέρη. που δεν κατοικούν οι άνθρωποι, το όλον εξελίσσεται σε μια ενδιαφέρουσα και γοητευτική ερωτική παράξενη ιστορία. Η τεχνική της μακροπερίοδης και χωρίς στίξη γραφής, που δοκιμάζει ο συγγραφέας, είναι ο τρόπος γραφής που έχουν καθιερώσει ο φετινός νομπελίστας Γιαν Φόσε και ο ούγγρος μαιτρ Κρασναχορκάι, που όμως ο συγγραφέας, ξεκινώντας τη σαν παιχνίδι –τα καπρίτσια της γραφής που αναφέραμε παραπάνω–  τη μετατρέπει σε εντελώς προσωπική υπόθεση.

Θέλω να σταθώ όμως και στα δύο προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα με τίτλο «Άμα θέλω γίνομαι διάβολος» (από τη γνωστή φράση του Καραϊσκάκη) που εκτυλίσσεται στο Μεσολόγγι το 1824, λίγο πριν την έξοδο, και «Τα μήλα του διαβόλου», όπως αποκαλούσαν τότε τις

Πατάτες, και το οποίο εκτυλίσσεται στην Αίγινα του Καποδίστρια το 1828, εποχή της καθιέρωσης της καλλιέργειας της πατάτας.

Τα θεωρώ υποδείγματα ιστορικού μυθιστορήματος που συνδυάζουν αριστοτεχνικά την ιστορική αλήθεια μέσα από την ενδελεχή έρευνα του συγγραφέα και την παράθεση αυθεντικών ιστορικών στοιχείων, αλλά και τη συμπλήρωση του όποιου ιστορικού κενού με στοιχεία μυθοπλασίας (fictio) που όχι μόνο δεν αλλοιώνουν την εικόνα, αλλά και ενσωματώνονται με πειστικό, αλλά και απολαυστικό τρόπο στην αφήγηση. Σε ό,τι αφορά το ιστορικό μέρος ο Παπαϊωάννου παραθέτει στοιχεία, τα οποία αντλεί από αδιαμφισβήτητες ιστορικές πηγές, όπως τα Ελληνικά Χρονικά ή τη Γενική Εφημερίδα και από απομνημονεύματα γνωστών ιστορικών και αγωνιστών που έζησαν στην εποχή εκείνη. Τα περισσότερα μάλιστα τα παραθέτει όπως ακριβώς αναγράφονται στις συγκεκριμένες πηγές, ενώ αποκαλύπτεται η δράση και ο χαρακτήρας πλήθους υπαρκτών ιστορικών προσώπων που δίνουν το έναυσμα σε αναγνώστες και ερευνητές να αναζητήσουν με τη σειρά τους περισσότερες πληροφορίες και να εξελιχθούν σε ερευνητές/αφηγητές οι ίδιοι.

Όπου όμως η ιστορική εικόνα δεν αποκαθίσταται πλήρως από τις ιστορικές πηγές, ο συγγραφέας φροντίζει να την αναπληρώσει με τρόπο δημιουργικό. Όπου ο ιστορικός δεν νομιμοποιείται να υποθέσει με βάση τα «συμφραζόμενα», ο συγγραφέας έχει την απόλυτη ευχέρεια να προσθέσει στοιχεία που παραδίδουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της εποχής και των πόλεων, αρκεί τα στοιχεία αυτά να προκύπτουν από τη γενική ατμόσφαιρα και να μπορούν να την υπηρετήσουν. Για παράδειγμα προσθέτει μια λοκάντα στο Μεσολόγγι και ένα ξενοδοχείο/λοκάντα στην Αίγινα, που, ακόμα κι αν δεν αναφέρονται στις ιστορικές πηγές, είναι αδύνατο να μην υπήρχαν, για να εξυπηρετούνται οι επισκέπτες και οι έμποροι, ιδιαίτερα στην Αίγινα με την τόση μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού (η πολυπληθέστερη πόλη της Ελλάδας για την εποχή εκείνη) και τη δραματική έλλειψη στέγης. Όπως επίσης τοποθετεί στη Αίγινα ένα «σπίτι», έναν υποτυπώδη οίκο ανοχής. Σε μια πόλη με τόσο πληθυσμό, θα ήταν αδύνατο να είχε διακοπεί η άσκηση του –όπως συνήθως λέγεται– αρχαιότερου επαγγέλματος του κόσμου. Η απουσία και όχι η προσθήκη τέτοιων στοιχείων θα δημιουργούσε πρόβλημα μη ιστορικής ακρίβειας. Επίσης πολύ απολαυστικές και αποκαλυπτικές είναι οι αναφορές σε ταβέρνες και στην εστίαση της εποχής με ιστορικά στοιχεία για την εμφάνιση συγκεκριμένων τροφίμων αλλά και φαγητών. Ακόμα και η εξιχνίαση των εγκλημάτων με τη μέθοδο της νεκροψίας είναι συμβατή με την ιστορική αλήθεια, αφού ήδη ιστορικά είχα αρχίσει να εφαρμόζεται έστω και υποτυπωδώς παντού.

Όμως αν στεκόμασταν μόνο σε αυτά θα είχαμε εγκλωβιστεί στη μικρή εικόνα. Παραδειγματικά τα ανέφερα. Τη μεγάλη εικόνα τη συνθέτουν η αξία της δραματικής πλοκής, η χρήση μιας γλώσσας που μας μεταφέρει με αμεσότατα γοητευτικό τρόπο στα τεκταινόμενα, και το ενδιαφέρον της αφήγησης που μας χορηγούν δύο ιστορικά αστυνομικά και περιπετειώδη μυθιστορήματα που αποβλέπουν πρωτίστως στο να  εγγυηθούν αναγνωστική απόλαυση στους αναγνώστες τους.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου