Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΠΟΥΜΑΣ ΔΙΧΑ ΚΑΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΣ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


Ο ΠΟΥΜΑΣ ΔΙΧΑ ΚΑΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΣ

Κοινότοπα τροπάρια εψάλλονταν, και τότε ο κήπος
δια μιάς στου νου τους κάλυκες εφάνη πως πηγαίνει
ανάποδα, και το τρυπάνι, που χορεία αγγέλων
αυθαίρετα σα ρυμουλκό τραβούσε, αρθρώθη λόγος
κλασματικός με πελεκούδια από θαλάσσια ξύλα,
όπου ίππος διά πυρός ελάλει διάπυρος και ασμένως.

Και διχασμένος στην πυρά παραληρούσε ασμένως
κι ο κηπουρός, που εγνώριζε οίκοθεν πώς είν’ ο κήπος,
ο μαυρωπός και ροδαλός, ο επιποθών τα ξύλα
να καλαφατιστούν βαρκούλα που θα τον πηγαίνει
στις αλβοράδες των αβγών κι εκεί που θάλλει ο λόγος
την άλλη πάντα σπώντας απ’ τις φύσεις των αγγέλων.

Κι εν πάση περιπτώσει ο κηπουρός υμνών και αγγέλλων
την πτώση, που θα πέσει κι άλλο, αρμολογούσε ασμένως
το ψέμα, που επαλήθευε όλα όσα ο κομήτης λόγος
διεκδίκησε δι’ εαυτόν (και αυτός ακόμη ο κήπος),
την ώρα που φρενήρες το άλογο ως πηγή πηγαίνει
στου μαύρου δάσους την καρδιά που κατατρώγει ξύλα.

Στου μαύρου δάσους την καρδιά που κατατρώγει ξύλα,
πνευμάτων κέδροι ενέδρα στήσαν σε ουλαμούς αγγέλων·
ορθώς ξεκίνησ’ η έφοδος, μα ολόστραβα πηγαίνει –
και μ’ όλο που συνηγορούσαν επωδοί ασμένως,
κοινότοπα τροπάρια εψάλλονταν, και τότε ο κήπος
ξεράθηκε και γέμισε με μώλωπες ο λόγος.

Στο κέντρο –μην μακρηγορούμε– ενός καθρέφτη ο λόγος
πολλαπλασίαζε τα πριν συντετριμμένα ξύλα
στον παρονομαστή, και ξυλοκόπους είδε ο κήπος
να τσεκουρώνουνε με ορμή το κράτος των αγγέλων·
και ξάφνου υδάτων πίδακες εξάντλησαν ασμένως
τα βάθη απ’ τον οπό που ως χαρωπός του αφρού πηγαίνει.

Ανάλαφρος πλην σφριγηλός –φαντάσου πώς πηγαίνει
ο πούμας στη σαβάνα– επήγαινε έπειτα και ο λόγος,
αφού στη γη του Σενναάρ τη μεταγλώσσα ασμένως
την αποθέωσε βαστώντας μι’ αγκαλίτσα ξύλα
και φράχτες ύψωσε χαράς των έφιππων αγγέλων
ο χορός εκεί, όπου εμάρμαιρε των πεπτωκότων κήπος.

Ο κήπος ο παράκλητος τα ρόδα του πηγαίνει
προσφάι των αγγέλων, όταν φλογισμένος λόγος
τα ξύλα τρώει που τρώγονται εμπειρικώς και ασμένως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου