Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΙ ΟΠΩΣ Η ΟΔΥΝΗ ΑΛΛΑΖΕΤΑΙ, ΓΥΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΟΣ




FRANCESCO PETRARCA


320. [Η ΑΓΑΘΟΔΟΤΡΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ, ΚΙ Ο ΒΙΟΣ Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ]

Η αγαθοδότρα η μοίρα μου, κι ο βίος ο ευτυχισμένος,
Κι οι ξάστερες ημέρες μου, κι οι ειρηνικές μου οι νύχτες,
Και τα γλυκά στενάγματα, και το τερπνό το ύφος,
Που ν’ αντηχάω συνήθιζα σε στίχους και σε ρίμες,
Καθώς μεμιάς αλλάξανε σε πόνο κα σε κλάμα,
Τη ζήση εκάμαν να μισώ και να ποθώ το χάρο.

Ανέσπλαχνε κι αλύγιστε φαρμακωμένε χάρο,
Μου δίνεις αφορμή ποτέ να μη είμ’ ευτυχισμένος,
Μα να περάσω ολάκερη τη ζήση μου με κλάμα,
Και τις ημέρες σκοτεινές, και θλίβερες τις νύχτες,
Τα βογκητά μου τα βαριά δεν μπαίνουνε σε ρίμες,
Και το σκληρό μαρτύριο μου νικάει το κάθε ύφος.

Τώρα και πού οδηγήθηκε το αγαπητό μου ύφος;
Να κουβεντιάζω για θυμό, να κρένω για το χάρο.
Πού νά ’ναι οι στίχοι, τάχα τί ν’ απόγιναν οι ρίμες,
Που εγρίκαε πλάσμα ευγενικό, φρόνιμο, ευτυχισμένο;
Πού τα μυθολογήματα τα ερωτικά τις νύχτες;
Τώρα δε λέω, δε σκέφτομαι παρές από το κλάμα.

Πια με τον πόθο μού ’γινε τόσο γλυκό το κλάμα,
Που σμίγει με γλυκύτητα το κάθε γλυκό ύφος,
Κι άγρυπνος όλες μ’ έκαμε να στέκομαι τις νύχτες.
Τώρα το κλάμα το πικρό μού ’ναι κι από το χάρο,
Μη ελπίζοντας το βλέμμα το τίμιο κι ευτυχισμένο,
Νά ’ναι αντικείμενο ψηλό στις ταπεινές μου ρίμες.

Σημείο καθάριο ο Έρωτας μού ’θεσε για τις ρίμες
Μες στα ωραία τα μάτια της και τό ’βαλε στο κλάμα,
Ξαναθυμώντας με καημό καιρόν ευτυχισμένο,
Απ’ όπου αλλάζω αδιάκοπα σκεφτόμενος το ύφος,
Και σένα πάλε το χλωμό παρακαλώ το χάρο
Να με ξεβγάλεις απ’ αυτές τις τόσο απαίσιες νύχτες.

Εδιώχτηκε και τ’ όνειρον απ’ τις σκληρές μου νύχτες
Και ο ήλιος που συνήθιζα ’πό τις βραχνές μου ρίμες ,
Και πι’ άλλο να φιλέψουνε δεν ξέρουνε απ’ το χάρο,
Γι’ αυτό ’ναι το τραγούδι μου καταντημένο κλάμα.
Δεν έχει τόσο του Έρωτα το κράτος πλούσιο ύφος,
Που νά ’ναι θλίβερο όσο πριν είταν ευτυχισμένο.

Κανένα σαν κι εμένανε δεν ξέρω ευτυχισμένο.
Κανένανε πιο θλίβερο σε μέρες και σε νύχτες,
Κι όπως η οδύνη αλλάζεται, γυρίζει και το ύφος,
Που βγάζει τόσο απ’ την καρδιά δακρυβρεμένες ρίμες.
Ζούσα μ’ ελπίδα, τώρα ζω κατάμονα με κλάμα,
Και δεν ελπίζω αντίπαλο στο χάρο άλλο από το χάρο.

Ο χάρος με θανάτωσε και μόνο στρέει στο χάρο
Να φέρει εκειό το πρόσωπο να ιδώ το ευτυχισμένο,
Που μ’ έκαμε να χαίρομαι στο βόγκο και στο κλάμα
Που αέρας μού ’τανε γλυκός, γλυκιά βροχή στις νύχτες,
Σαν έπλεκα τους στοχασμούς τους διαλεχτούς στις ρίμες,
Και ο Έρωτας μου ανύψωνε το αδύνατό μου ύφος.

Ήθελα νά ’χα εσπλαχνικό τόσο πολύ εγώ ύφος,
Που να μπορούσα νά ’παιρνα τη Λάουρα μου απ’ το χάρο,
Καθώς την Ευρυδίκη του ο Ορφέας με δίχως ρίμες,
Τότες πιο απ’ όποιαν εποχή θα ζούσα ευτυχισμένος.
Μα αν ίσως νά ’μαι δεν μπορώ, καμμιά απ’ τις άθλιες νύχτες,
Ας κλειούσα πια τις δυό πηγές αυτές από το κλάμα.

Έρωτα, χρόνια εθρήνησα παράπολλα με κλάμα
Το βάσανό μου το βαρύ, σε πονεμένο ύφος,
Κι ούτε που ελπίζω από τα σέ λιγότερο άγριες νύχτες,
Γι’ αυτό κι εγώ ελυγίστηκα και δέομαι στο χάρο
Να με αφαιρέσει από τα ’δώ, για νά ’μαι ευτυχισμένος
Εκεί, που εκείνη ευρίσκεται που υμνώ και κλαίω στις ρίμες.

Τόσο αν μπορούσαν να υψωθούν οι απαυδισμένες ρίμες,
Να βρούν αυτή, που στέκεται πέρ’ απ’ οργή και κλάμα,
Τον ουρανό το κάλλος της που κάνει ευτυχισμένο,
Καλά θα ξαναγνώριζε με ξαλλαγμένο ύφος,
Όπου ίσως θα της άρεσε πριν λίγο από το χάρο
Για κείνη μέρα ξάστερη, μαύρες για μένα νύχτες.

Ω σείις, που σ’ ευτυχέστερες βαρυβογκάτε νύχτες,
Όπου γρικάτε για Έρωτα κι ή γράφετε σε ρίμες,
Να μην τον βρίσκω πια κουφό ζητήσατε απ’ το χάρο,
Που ’ναι λιμάνι στους δαρμούς και τελειωμός στο κλάμα,
Ας ξαλλαχτεί για μια φορά το αρχαίο του εκείνο ύφος,
Που όποιο άνθρωπο λυπάει κι εμέ κάνει έτσι ευτυχισμένο.

Ευτυχισμένον δύνεται σε μιά ή σε λίγες νύχτες
Να κάμει εμέ· και με σκληρό ύφος και μαύρες ρίμες,
Να κόψει πια το κλάμα μου παρακαλώ το χάρο.



Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς.
Δημοσιεύθηκε στο βιβλίο: Γεράσιμος Σπαταλάς, «Ανθοδέσμη από τη Ρώμη και την Ιταλία, Μεταφράσεις», Εκδότης Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήνα [χχ], σελ. 27-29.  


***********************************


CCCXX. [MIA BENIGNA FORTUNA È ’L VIVER  LIETO]

Mia benigna fortuna e ’l viver lieto,
i
chiari giorni et le tranquille notti
e i soavi sospiri e ’l dolce stile
che solea resonare in versi e ’n rime,
5vòlti subitamente in doglia e ’n pianto,
odiar vita mi fanno, et bramar morte.

Crudel, acerba, inexorabil Morte,
cagion mi dài di mai non esser lieto,
ma di menar tutta mia vita in pianto,
10e i giorni oscuri et le dogliose notti.
I mei gravi sospir’ non vanno in rime,
e ’l mio duro martir vince ogni stile.

Ove è condutto il mio amoroso stile?
A parlar d’ira, a ragionar di morte.
15U’ sono i versi, u’ son giunte le rime,
che gentil cor udia pensoso et lieto;
ove ’l favoleggiar d’amor le notti?
Or non parl’io, né penso, altro che pianto.

Già mi fu col desir sí dolce il pianto,
20che condia di dolcezza ogni agro stile,
et vegghiar mi facea tutte le notti:
or m’è ’l pianger amaro piú che morte,
non sperando mai ’l guardo honesto et lieto,
alto sogetto a le mie basse rime.

25Chiaro segno Amor pose a le mie rime
dentro a’ belli occhi, et or l’à posto in pianto,
con dolor rimembrando il tempo lieto:
ond’io vo col penser cangiando stile,
et ripregando te, pallida Morte,
30che mi sottragghi a sí penose notti.

Fuggito è ’l sonno a le mie crude notti,
e ’l suono usato a le mie roche rime,
che non sanno trattar altro che morte,
cosí è ’l mio cantar converso in pianto.
35Non à ’l regno d’Amor sí vario stile,
ch’è tanto or tristo quanto mai fu lieto.

Nesun visse già mai piú di me lieto,
nesun vive piú tristo et giorni et notti;
et doppiando ’l dolor, doppia lo stile
40che trae del cor sí lagrimose rime.
Vissi di speme, or vivo pur di pianto,
né contra Morte spero altro che Morte.

Morte m’à morto, et sola pò far Morte
ch’i’ torni a riveder quel viso lieto
45che piacer mi facea i sospiri e ’l pianto,
l’aura dolce et la pioggia a le mie notti,
quando i penseri electi tessea in rime,
Amor alzando il mio debile stile.

Or avess’io un sí pietoso stile
50che Laura mia potesse tôrre a Morte,
come Euridice Orpheo sua senza rime,
ch’i’ vivrei anchor piú che mai lieto!
S’esser non pò, qualchuna d’este notti
chiuda omai queste due fonti di pianto.

55Amor, i’ ò molti et molt’anni pianto
mio grave danno in doloroso stile,
né da te spero mai men fere notti:
et però mi son mosso a pregar Morte
che mi tolla di qui, per farme lieto,
60ove è colei ch’i’ canto et piango in rime.

Se sí alto pôn gir mie stanche rime,
ch’agiungan lei ch’è fuor d’ira et di pianto,
et fa ’l ciel or di sue bellezze lieto,
ben riconoscerà ’l mutato stile,
65che già forse le piacque anzi che Morte
chiaro a lei giorno, a me fesse atre notti.

O voi che sospirate a miglior’ notti,
ch’ascoltate d’Amore o dite in rime,
pregate non mi sia piú sorda Morte,
70porto de le miserie et fin del pianto;
muti una volta quel suo antiquo stile,
ch’ogni uom attrista, et me pò far sí lieto.

Far mi pò lieto in una o ’n poche notti:
e ’n aspro stile e ’n angosciose rime
75prego che ’l pianto mio finisca Morte.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου