Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΗΡΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΤΡΙΓΥΡΝΑΕΙ ΤΗ ΖΗΣΗ




FRANCESCO PETRARCA


80. [ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΗΡΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΤΡΙΓΥΡΝΑΕΙ ΤΗ ΖΗΣΗ]

Όποιος επήρε απόφαση να τριγυρνάει τη ζήση
Πάνω σε πλάνα κύματα κι ανάμεσα σε ξέρες,
Από το χάρο χωρισμένος μ’ ένα μικρό ξύλο
Δεν μπορεί πέρα και πολύ να βρίσκεται απ’ το τέλος·
Γι’ αυτό θά ’ταν καλύτερα να γείρει σε λιμάνι
Όσο στο δοιάκι του υπακούν ακόμη τα πανιά του.

Η αύρα η τερπνή, που του πλοιαριού και δοιάκι και πανιά του
Μπιστεύτηκα, όταν έμπαινα στην ερωτιάρα ζήση,
Κι έλπιζα σε καλύτερο πως θ’ άραζα λιμάνι,
Αργότερα μ’ οδήγησε σε χίλιες μαύρες ξέρες
Που τις αιτίες τριγύρω μου για το θλιβό μου τέλος
Δεν είχα μόνο, μα κι εντός στο ίδιο μου το ξύλο.

Κλειστός πολύν καιρό σ’ αυτό το ολότυφλό μου ξύλο,
Πλανέθηκα χωρίς ματιά να ρίξω στα πανιά του
Που πριν απ’ την ημέρα μου με πήγαινε στο τέλος·
Έπειτα ευδόκησεν Αυτός που μ’ έφερε στη ζήση
Να κράξει με να γείρω τόσο οπίσω από τις ξέρες
Που από μακριά τουλάχιστο να βλέπω το λιμάνι.

Έτσι καθώς διακραίνει φως τη νύχτα σε λιμάνι
Απ’ την πλατιά τη θάλασσα φρεγάδα ή μικρό ξύλο,
Αν πάει και δεν του το στερούν ή τρικυμιά είτε ξέρες
Όμοια κι εγώ απ’ του πλοίου μου τα φουσκωτά πανιά του
Εδιάκρινα τ’ αχνάρια πια της αλληνής της ζήσης,
Και τότες ελαχτάρισα νά ’φτανα πια στο τέλος.

Όχι πως είμαι βέβαιος ακόμη για το τέλος·
Με την ημέρα αν πιθυμώ να πιάσω σε λιμάνι,
Μένει ταξίδι μακρινό για τόσο λίγη ζήση·
Και τρέμω, γιατί βρίσκομαι σ’ ευκολόσπαστο ξύλο,
Και θα ποθούσα πια να μη γεμίζουν τα πανιά του
Με τον αγέρα που σ’ αυτές με τράβηξε τις ξέρες.

Αν ίσως κι έβγω ζωντανός απ’ τις αβέβαιες ξέρες
Και φτάσει η εξορία μου σε κάποιο καλό τέλος,
Πόση που θά ’νοιωθα χαρά να γείρω τα πανιά του
Του πλοίου μου και τις άγκυρες να ρίξω σε λιμάνι!
Αλλιώς θα καίω αδιάκοπα σαν αναμμένο ξύλο,
Τόσο ν’ αλλάξω είναι τραχύ τη γνώριμή μου ζήση.

Δέσποτα εσύ στο τέλος μου, κι αφέντη μου στη ζήση
Πριν σπάσω εγώ το ξύλο μου κατάμεσα στις ξέρες,
Δώσε καλό λιμάνι εσύ στα ολόδαρτα πανιά του.


Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς.
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Ο Νουμάς», τόμος 21, αριθμ. 5-6 (784-785), Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1924, σελ. 339-340.


***********************************


LXXX. [CHI È FERMATO DI MENAR SUA VITA]

Chi è fermato di menar sua vita
su per l’onde fallaci et per gli scogli
scevro da morte con un picciol legno,
non pò molto lontan esser dal fine:
però sarrebbe da ritrarsi in porto
mentre al governo anchor crede la vela.

L’aura soave a cui governo et vela
commisi entrando a l’amorosa vita
et sperando venire a miglior porto,
poi mi condusse in piú di mille scogli;
et le cagion’ del mio doglioso fine
non pur d’intorno avea, ma dentro al legno.

Chiuso gran tempo in questo cieco legno
errai, senza levar occhio a la vela
ch’anzi al mio dí mi trasportava al fine;
poi piacque a lui che mi produsse in vita
chiamarme tanto indietro da li scogli
ch’almen da lunge m’apparisse il porto.

Come lume di notte in alcun porto
vide mai d’alto mar nave né legno
se non gliel tolse o tempestate o scogli,
cosí di su da la gomfiata vela
vid’io le ’nsegne di quell’altra vita,
et allor sospirai verso ’l mio fine.

Non perch’io sia securo anchor del fine:
ché volendo col giorno esser a porto
è gran vïaggio in cosí poca vita;
poi temo, ché mi veggio in fraile legno,
et piú che non vorrei piena la vela
del vento che mi pinse in questi scogli.

S’io esca vivo de’ dubbiosi scogli,
et arrive il mio exilio ad un bel fine,
ch’i’ sarei vago di voltar la vela,
et l’anchore gittar in qualche porto!
Se non ch’i’ ardo come acceso legno,
sí m’è duro a lassar l’usata vita.

Signor de la mia fine et de la vita,
prima ch’i’ fiacchi il legno tra gli scogli
drizza a buon porto l’affannata vela.

2 σχόλια: