ΦΥΜΕ ΩΣ ΑΛΛΩΣΤΕ ΕΦΗΜΙΣΘΗ
Το «Δώρα» –μου είπε–
δεν βγαίνει απ’ το «Θεοδώρα»·
και γέλασε ανοιχτά και για ώρα, και ελοιδόρει
τον καλχισμό μου μ’ ένα βλέμμα που ίδιο δόρυ
με ετρύπα. Όχι! Πώς
σού ’ρθε;! Δε με λέν Ευδώρα –
αρνήθη και τη δεύτερη
εκδοχή που πήγα
ως μάντις νά ’βρω, δίνοντάς της εφαλτήριο
με μένα να γελά και σάμπως στο ελιξήριο
του γέλωτος ανακαλύψει νά ’χε ολίγα
διαμάντια που της λείπαν απ’ την ιστορία
του κάλλους που της είχε τη θωριά σμιλέψει.
Παρέμενα βουβός εγώ, ενώ α υ τ ή τη σκέψη
μού οδήγαγε στων ονομάτων τη χορεία:
Δεν θα το βρείς, γιατί
’ναι και ασυνήθιστο – όντως!
Μα τό ’χουν παλατίνοι
ποιητές υμνήσει...
Ρουφίνος, Παλλαδάς...
Και για να μου υπομνήσει
κι εγώ δεν ξέρω τί, διαπίστωσε ένας πόντος
απ’ το φυμέ καλσόν της έτρεχε να φύγει
στην επιγονατίδα δίπλα. Α - μη - χα - νί - α.
Κοιτούσα κάτω και σκεφτόμουν: «Τα ηνία
ετούτη τά ’χει του καιρού, και ο χρόνος λήγει
της χάριτος». Καπνός κομψός απ’ το τσιγάρο
που ’χε αφημένο στο τασάκι, σαν κορδέλα
πολύτιμη λευκή, μου το θυμίζει κι «Έλα!»,
μου λέει, «Εμπρός!», κεντρίζοντάς με να σπιντάρω.
Και ξάφνου: Είν’
ακριβό – μου λέει· μου επιτρέπεις,
συγγνώμη, να το
βγάλω... αν είναι να το σώσω!...
Παραληρούσαν οι λαλιές εντός μου, ενόσω
εκπορευότανε η γυμνότης. Α,
μη βλέπεις!
Δεν πρέπει! Ναι, δεν
είν’ σωστό!... Στην ανηφόρα
των ζείδωρων μηρών της είχε ήδη ανατείλει
ο μέλας ήλιος: της ζωής η ωραία πύλη.
Αργότερα Με λεν
–μου είπε– Ηλιοδώρα.
Ω, έξοχον. Ποιών αναλογίαν
ΑπάντησηΔιαγραφήότε συνεκοιμήθην με αγίαν
αιτών να μάθω ποίον το όνομά της
ή Δερκετώ, μου είπε, ή Αταργάτις !
@ gpointofview: Καλήν ημέραν!
ΑπάντησηΔιαγραφήHervorragend! Her-vor-ragend!
ΑπάντησηΔιαγραφή