CATULLUS
16
Θὰ
σᾶς κωλογαμήσω καὶ θὰ σᾶς τσιμπουκώσω,
Αὐρήλιε πισωγλέντη καὶ Φούριε βρομοκίναιδε,
ποὺ ἀπ᾽ τὰ στιχάκια μου, τὰ τόσο αἰσθησιακά, ἐπιάσατ᾽ ἐσεῖς
καὶ βγάλατε πὼς εἶμαι, λέει, ἐγὼ ξεδιάντροπος, καριόλης.
Ἁγνός, νὰ ξέρετε, ὀφείλει νά ᾽ναι ὁ σεμνὸς ὁ ποιητὴς
ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι (καθόλου, μὰ καθόλου!) τὰ στιχάκια του,
διότι οἱ στίχοι ἔχουν τελικῶς τῆς νοστιμιᾶς τὸ ἁλάτι,
μόνο ἂν εἶναι —καὶ δὴ ἕως ἀναισχυντίας—
αἰσθησιακοὶ
καὶ ἂν καταφέρνουνε
νὰ τὸν σηκώνουν (ἐν τάξει, δὲν λέω, ὄχι
στ᾽ ἄτριχα ἀκόμα
παιδιά, ἀλλὰ) στὸν κάθε μαλλιαρὸ χαντούμη
ποὺ δὲν τοῦ κάνει κούκου, ντοῦρος νὰ τοῦ
σηκωθεῖ ὁ ποῦτσος.
Ἐσᾶς, λοιπόν, τοὺς
δύο... ἐσᾶς τοὺς δύο,
ποὺ γιὰ τὰ χίλια
τόσα μου φιλιὰ ἐπιάσατ᾽ ἐδιαβάσατε
κι ἔπειτα μὲ βγάλατε
ἄντρα σκατὰ καὶ ξεδιάντροπο
θὰ σᾶς κωλογαμήσω ἐγὼ καὶ θὰ σᾶς τσιμπουκώσω — θὰ δεῖτε!
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου