VICENTE
ALEIXANDRE
ΕΛΑ, ΕΛΑ ΕΣΥ
Εκεί
που δεν χτυπάει η θάλασσα,
εκεί
που τινάζει η θλίψη τη γυάλινη χαίτη της,
εκεί
που η απαλά-απαλά κομμένη ανάσα
δεν
είναι μεταλλική πεταλούδα, αλλά αέρας.
Αέρας
απαλός και αέρας τρυφερός
όπου
οι λέξεις ψιθυρίζονται σαν ναν τις λες στ’ αφτί.
Εκεί
που αντηχούν κάτι φτερά αδύναμα
που
είναι μες στο ροδαλό αφτί ο έρωτας που επιμένει.
Ποιός
με αγαπάει εμένα; Ποιός λέει ότι ο έρωτας είναι διπλοτσέκουρο,
κόπωση
που χωρίζει το κορμί στη μέση,
τόξο
επώδυνο που από μέσα του περνάει το φως
λυγερό-λυγερό
κι ανάλαφρο χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει ούτ’ έναν;
Τα
δέντρα του δάσους λαλούν σαν νά ’τανε πουλιά.
Ένα
τεράστιο μπράτσο σφίγγει σαν ζωστήρας τη ζούγκλα
Ένα
πουλί χρυσαφένιο από το φως που ποτέ δεν στερεύει
χείλη
γυρεύει πάντοτε από τη φυλακή του να το σκάσει.
Η
θάλασσα όμως δεν χτυπάει σαν καρδιά,
ούτε
το γυαλί ή η κόμη κάποιας πέτρας στα πέρατα πέρα
κάνει
κάτι άλλο απ’ το να παίρνει όλη την ηλιοφάνεια χωρίς να την ανταποδίδει.
Ούτε
τ’ αναρίθμητα ψάρια που κατοικούν άλλους ουρανούς
είναι
κάτι παραπάνω από τα αργοκίνητα νερά μιας ίριδας πολύ απομακρυσμένης.
Αυτό
το δάσος λοιπόν, αυτή η κηλίδα το αίμα,
αυτό
το πουλί που βγαίνει και φεύγει από το στήθος,
αυτή
η ανάσα που πηδώντας βγαίνει απ’ τα μισάνοιχτα χείλη,
αυτές
οι δυο πεταλούδες που κάποια στιγμή θα ερωτευθούν...
Αυτό
τ’ αφτί που ακούει έπειτα τα λόγια μου,
αυτή
τη σάρκα που αγαπώ με τ’ αέρινα φιλιά μου,
αυτό
το δέρμα που το σφίγγω σαν νά ’τανε όνομα,
αυτή
η βροχή που πέφτει στο ξαπλωμένο σώμα μου,
αυτή
η φρεσκάδα πού ’ρχεται από ’ναν ουρανό που του χαμογελάνε κάτι δόντια,
που
του μακραίνουν τα χέρια, που του ανατέλλει ένας ήλιος,
που
του τραγουδάει μια μουσική ολάκερη, εισβάλλοντας στα πάντα,
ενώ
το χαρτόνι, τα σχοινιά, τα ψεύτικα υφάσματα,
η
αλγεινή λινάτσα, ο κόσμος που απορρίφθηκε,
υποχωρούν
μαζί σαν θάλασσα που δίχως βέβαιο καν προορισμό βρυχάται.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου