VICENTE ALEIXANDRE
ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ
Όχι, μην επιχαίρεις με κραυγές γι’ αυτή την εσπευσμένη ευτυχία
που λανθάνει όσο η σκοτεινή μουσική δεν προσαρμόζεται,
όσο ο πίδακας ο σκοτεινός περνάει ανεξιχνίαστος
σάμπως ποτάμι που δείχνει την περιφρόνησή του στο τοπίο.
Δεν συνίσταται σε σφιξίματα χεριών η ευτυχία,
ενώ ο κόσμος ταλαντεύεται επάνω απ’ τα τσεκούρια του,
ενώ το φεγγάρι έχει γίνει πια χαρτί
και νιώθει κάποιον άνεμο να το κουνάει όλο γέλια.
Η θάλασσα η βροντερή ενδεχομένως κάποια νύχτα εβάλθηκε σ’ ένα παπούτσι μέσα να χωρέσει,
η θάλασσα η απέραντη που ήθελε δροσιά να γίνει,
που προσπάθησε να ξαποστάσει σ’ ένα λουλούδι κοιμώμενο,
που επόθησε σαν τ’ ολόφρεσκο να ξημερώσει δάκρυ.
Η θάλασσα η βουερή άλλαξε κι έγινε κοντάρι
και κείτεται ξερή σαν ψάρι που όπου νά ’ναι πνίγεται –
φωνάζει για τούτο το νερό που ίσως είναι το φιλί,
που ίσως είναι και στήθος ακόμα που σκίζεται και μπάζει από τις χαραμάδες του συνέχεια νερά.
Όμως το ξερό φεγγάρι στις αντανακλάσεις των χλομών λεπιών δεν αποκρίνεται.
Σύσπαση γυάλινης ίριδας είναι ο θάνατος,
είναι η γνωστή αδυναμία να κουνήσεις τα χέρια σου,
να υψώσεις κραυγή στον ουρανό για να τον κάνεις να πονέσει.
Ο θάνατος είναι η σιωπή μες στη σκόνη, η σιωπή μες στη μνήμη,
είναι να επισείεις βλοσυρός μια γλώσσα όχι ανθρώπινη,
είναι να νιώθεις το αλάτι να πήζει στις φλέβες
ψυχρά σαν δέντρο κάτασπρο μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε ψάρι.
Τότε έρχεται η χαρά, η σκοτεινή χαρά να πεθαίνεις,
να καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος είναι κόκκος που οσονούπω καταρρέει,
αυτός που γεννήθηκε για θεϊκό νερό,
για εκείνη την απέραντη θάλασσα που είναι ξαπλωμένη μες στη σκόνη.
Η ευδαιμονία θα συνίσταται στο ν’ αναιρείται η ίδια σαν μικρογραφία,
στο να μεταμορφώνεται σε αυστηρότατο αγκάθι,
στο να παραμένει υπόλοιπο ωκεανού που, όπως το φως, πάει κι εκείνος έφυγε,
σταγόνα άμμου που υπήρξε γιγαντιαίο στήθος
και που βγαίνει ξεπηδάει απ’ το λαιμό σαν λυγμός ενθάδε κείται.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου