VICENTE
ALEIXANDRE
ΤΟ ΒΑΛΣ
Είσαι
σαν την πέτρα όμορφη,
ω
εσύ πού έχεις πεθάνει·
ω
εσύ που ζεις, ω που ζεις, τυχερή είσαι και ευτυχής σαν το πλοίο.
Τούτη
δω η ορχήστρα που ταράζει
τις
έγνοιες μου σαν άλλη μι’ αμέλεια,
σαν
ευλογία κομψή και σε ωραία απόχρωση,
το
χνούδι αγνοεί της ήβης,
το
γέλιο αγνοεί
που
σαν μεγάλη μπαγκέτα δίνει μια
και
πηδάει έξω από το στέρνο.
Κάτι
κύματα πίτουρου,
λιγάκι
πριονίδι στα μάτια,
ή
μπορεί και στους κροτάφους
μπορούν
ίσως να στολίζουν τις κόμες·
κάτι
φούστες μακριές με ουρές κροκόδειλων στριφωμένες·
κάτι
γλώσσες ή κάτι χαμόγελα φτιαγμένα από καβουριών καβούκια.
Όλα
όσα έχουν τόσο πολύ και συχνά ιδωθεί
κανέναν
πια δεν μπορούν να εκπλήξουν.
Οι
κυρίες περιμένουν την ώρα τους καθισμένες σ’ ένα δάκρυ,
την
υγρασία τους κρύβουν βοηθούμενες από μιαν επίμονη βεντάλια.
Και
οι ιππότες που πους άφησαν οι πισινοί τους σύξυλους
να
τραβήξουν θέλουν επάνω τους όλα τα βλέμματα
με
τη γενναία συνδρομή των μουστακιών τους.
Το
βαλς ωστόσο έχει από ώρα φτάσει.
Είναι
παραλία δίχως κύματα, είναι
σύγκρουση
κοχυλιών, τακουνιών, αφρών ή τεχνητών οδοντοστοιχιών.
Είναι
τα πάντα ανάκατα όπως ακριβώς παραπάνω.
Στήθη
πληθωρικά με μια πιατέλα στα χέρια,
τάρτες
γλυκές πεσμένες σε ώμους δακρύβρεχτους,
μια
χαύνωση που αναποδογυρίζεται,
ένα
κατάπληκτο φιλί την ίδια στιγμή που έγινε «μαλλιά αγγέλου»
κι
ένα γλυκό «ναι» από γυαλί βαμμένο πράσινο.
Τυχαίο
αχνοπασπάλισμα ζάχαρης επάνω στα μέτωπα
αθώα
προσδίδει λευκότητα στις τροχισμένες λέξεις,
οι
δε βραχίονες βραχύνονται και στρογγυλεύουν όσο ποτέ άλλοτε,
καθώς
πτυχώνουν όσα φορέματα βελονιαστήκανε με λατρεμένα σπάρτα.
Τα
κεφάλια είναι σύννεφα, η μουσική μακρουλή γομολάστιχα,
οι
μολυβένιες ουρές σχεδόν πετούν, και ο ορυμαγδός
έχει
μετατραπεί μες στις καρδιές σε κυματισμούς αιμάτων,
σε
λικέρ τόσο άσπρο, που έχει γεύση ανάμνησης, μπορεί και ραντεβού.
Αντίο,
αντίο, σμαράγδι, αμέθυστε ή μυστήριο·
αντίο,
σαν τεράστια μπάλα έφτασε η στιγμή,
η
ακριβής στιγμή της γυμνότητας με το κεφάλι κάτω, ανάποδα,
και
τώρα το χνούδι θα τσιμπάει τ’ άσεμνα χείλη που ξέρουν.
Είναι
η στιγμή, είναι η ώρα τη λέξη να πεις που εκρήγνυται,
η
ώρα που πουλιά θα γίνουν τα ρούχα,
τα
παράθυρα κραυγές,
τα
φώτα θα φωνάξουν βοήθεια
κι
εκείνο το φιλί που ήταν (στη γωνία) ανάμεσα σε δύο στόματα
θα
γίνει αγκάθι
και
θα μοιράσει τον θάνατο λέγοντας:
Εγώ,
να ξέρετε, σας αγαπάω.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου