OCTAVIO PAZ
Ο ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΒΛΕΜΜΑΤΩΝ
Στον Ροβέρτο Μάττα
Πορεύεσαι
εντός σου, στον εαυτό σου μέσα, και η αμυδρή έρπουσα ανταύγεια που σε οδηγεί
δεν είναι το
τελευταίο βλέμμα των ματιών σου προτού κλείσουνε, ούτε ο συνεσταλμένος ήλιος
που σε βαράει στα βλέφαρα:
είναι ένα
ρυάκι απόκρυφο, που αντί για νερό κατεβάζει παλμούς: κρίσεις, αποκρίσεις,
κρίσεις,
είναι ένας
μίτος από διαύγειες ανάμεσα στα ψηλά χόρτα και στα κτήνη της συνείδησης που
παραμένουνε κουλουριασμένα στο σκοτάδι.
Του αίματός
σου ακολουθείς το κελάρυσμα όπως τρέχει στην άγνωστη χώρα που επινοούνε τα
μάτια σου
και
ανεβαίνεις μια γυάλινη και υδάτινη ανεμόσκαλα για να φτάσεις πάνω στου λιακωτού
την ταράτσα.
Απ’ το ίδιο
ακριβώς φτιαγμένη ανεπαίσθητο υλικό των αντηχήσεων και των αντιλάλων
η ταράτσα
ετούτη, στον αέρα κρεμασμένη και αιωρούμενη, είναι ένα ορθογώνιο φωτός, είναι
μια μαγνητική παλαίστρα,
που
ξεδιπλώνεται εντός της, σηκώνεται όρθια κι έπειτα πάει και φυτεύεται στο τσίρκο
του ματιού,
είναι
σεληνιακός θερμοπίδακας, μίσχος ατμηρός, φυλλωσιά από σπινθήρες, δέντρο μεγάλο
που ανάβει με φωτιές, έπειτα σβήνει και ύστερα ανάβει πάλι:
είσαι στα
ενδότερα των ανταυγειών, είσαι στον οίκο των βλεμμάτων,
έχεις κλείσει
τα μάτια και μπαίνεις και βγαίνεις απ’ τον εαυτό σου στον εαυτό σου διαβαίνοντας
μια γέφυρα παλμών:
Η
ΚΑΡΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΙ.
Είσαι στον
οίκο των βλεμμάτων, οι καθρέφτες έχουν κρύψει όλα τους τα φαντάσματα,
δεν υπάρχει
κανείς όπως και δεν υπάρχει τίποτα να δεις, τα πράγματα έχουν εγκαταλείψει πια
τα σώματά τους,
δεν είναι
πράγματα, δεν είναι ιδέες: είναι διάσπαρτα πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια
χρώματα,
είναι σμάρια
που γράφουνε συνέχεια γύρους, σπείρες λιπόσαρκων λεγεώνων,
ανεμοστρόβιλος
από σχήματα που δεν κατανοούν το σχήμα του,
κι εσένα το
βλέμμα σου είναι η έλικα που περιστρέφει και γυρνάει τα πλήθη τα άυλα, τους
όχλους όλους τους φασματικούς,
το βλέμμα σου
εί9ναι η έμμονη ιδέα που σαν τρυπάνι ανοίγει τον χρόνο, είναι το ασάλευτο
άγαλμα στην Πλατεία Αγρυπνίας,
το βλέμμα σου
εσένα πλέκει και ξεπλέκει τα νήματα στο κλωστήριο του διαστήματος,
το βλέμμα σου
τρίβει τη μία ιδέα με την άλλη ν’ ανάψει ένα καντήλι στην εκκλησία του κρανίου
σου,
διανοίγει
πέρασμα από τον ευαγγελισμό στον ευαγγελισμό και από τη σύλληψη στην ανάληψη,
το μάτι είναι
χέρι, το χέρι έχει πέντε μάτια, το βλέμμα έχει δύο χέρια,
βρισκόμαστε
στον οίκο των βλεμμάτων και δεν υπάρχει τίποτα να δεις, πρέπει να κατοικηθεί εκ
νέου το σπίτι του ματιού,
πρέπει τον
κόσμο να τον κατοικούνε μάτια, πρέπει να είμαστε πιστοί στην όραση, πρέπει ΝΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ.
Η έμμονη ιδέα
διατρυπά όλες τις στιγμές, ο στοχασμός πλέκει και ξεπλέκει στο κλωστήριο τα
νήματα, τον μίτο,
πας κι
έρχεσαι όντας μεταξύ του απείρου που είναι απ’ έξω και του δικού σου απείρου,
είσαι μια ίνα
στο κουβάρι κι ένας παλμός της στιγμής, το μάτι που τρυπανίζει και το μάτι που
υφαίνει,
και
μπαίνοντας μέσα σου δεν βγαίνεις απ’ τον κόσμο, υπάρχουν ποταμοί και ηφαίστεια
στο κορμί σου, πλανήτες υπάρχουν και μυρμήγκια,
στο αίμα σου
πλέουν αυτοκρατορίες, στρόβιλοι, βιβλιοθήκες και κήποι,
όπως επίσης
υπάρχουν και ζώα και φυτά και όντα από κόσμους άλλους, οι δε γαλαξίες
περιστρέφονται στους νευρώνες σου,
κι εσύ μπαίνοντας
μέσα σου μπαίνεις σε τούτο τον κόσμο και στους κόσμους τους άλλους,
μπαίνεις σε
ό,τι είδε ο αστρονόμος με το τηλεσκόπιό του και ο μαθηματικός στις εξισώσεις
του:
την αταξία
και τη συμμετρία, το ατύχημα και τις ομοιοκαταληξίες, τους αναδιπλασιασμούς και
τις συμπαραλλοιώσεις,
τον ατομικό
και τον μοριακό χορό του αγίου Βίτου, τα υποτροπιάζοντα κύτταρα, τις αστρικές
επιγραφές.
Το εκτός και
το εντός, και πορευόμαστε προς τα εκεί που ποτέ δεν υπήρξαμε,
ο τόπος
συναντήσεως αυτού και εκείνου είναι ακριβώς εδώ και τώρα,
είμαστε το
σταυροδρόμι, το Χ, ο θαυμαστός εκείνος ανεμόμυλος που μας πολλαπλασιάζει και
μας ανακρίνει,
η φτερωτή του
που γυρνάει και ζωγραφίζει ένα μηδέν, του κόσμου και του καθενός μας το
ιδεόγραμμα.
Όπως το αστρικό
σώμα του Βρούνου και του Κορνηλίου Αγρίππα, όπως οι grandes transparentes του
Ανδρέα Μπρετόν,
οχήματα
παναπεί από λεπτό, ευαίσθητο υλικό, καλώδια ανάμεσα σε τούτη και την άλλη
πλευρά,
έτσι κι εμείς
οι άνθρωποι είμαστε ο μεντεσές ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, το απλό σημείο και
συνάμα το ένα, το V και το Λ,
δύο πυραμίδες
υπερτεθειμένες που ενώνονται στις γωνίες τους και σχηματίζουν το Χ του Σταυρού,
ουρανός και
γη, αέρας και νερό, βουνό και κάμπος, λίμνη και ηφαίστειο, άντρας και γυναίκα,
ο χάρτης του
ουρανού αντικαθρεφτίζεται στο κάτοπτρο της μουσικής,
κι όπου
σβήνει το μάτι, γεννιούνται κόσμοι:
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
ΕΧΕΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΗΣ ΠΟΔΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ.
Το χώμα είναι άνθρωπος, είπες, αλά ο
άνθρωπος δεν είναι το χώμα, η γη,
ο άνθρωπος
δεν είναι τούτος ο κόσμος ούτε οι κόσμοι οι άλλοι που υπάρχουνε σε τούτον τον
κόσμο και στους άλλους,
ο άνθρωπος
είναι η στιγμή εκείνη οπού το χώμα αμφιβάλλει ότι είναι χώμα και ότι ο κόσμος
είναι ο κόσμος,
ο άνθρωπος
είν αι το στόμα που θολώνει τον καθρέφτη των αναλογιών και των ομοιοτήτων,
το ζώο που
ξέρει να λέει όχι, και έτσι,
ανακαλύπτοντας νέες ομοιότητες, λέει ναι,
ο
ισορροπιστής που με δεμένα τα μάτια του χορεύει στο λασκαρισμένο σκοινί κάποιου
χαμόγελου,
ο καθρέφτης ο
συμπαντικός που, αντανακλώντας έναν κόσμο άλλο, επαναλαμβάνει ετούτον που
μετασχηματίζει όλα όσα αντιγράφει,
ο άνθρωπος
δεν είναι ό,τι είναι, κύτταρο ή θεός, αλλά ό,τι είναι πάντοτε μακριά του, στο
επέκεινα.
Τα πάθη μας
δεν αποτελούν συνευρέσεις τυφλών ουσιών, αλλά είναι οι μάχες και οι
εναγκαλισμοί των στοιχείων που ριμάρουν με τους πόθους και τις ορέξεις μας,
ζωγραφίζω
σημαίνει αναζητώ την απόκρυφη ρίμα, σχεδιάζω την ηχώ, τους συνδετικούς κρίκους
χρωματίζω:
Ο Ίλιγγος του Έρωτα είναι η ζάλη του
ρόδου που λικνίζεται πάνω απ’ το οστεοφυλάκιο·
το όραμα του
πτερυγίου ενός ψαριού όταν πέφτει η νύχτα στη θάλασσα είναι σπινθηροβόλημα
ιδέας·
κι εσύ
ζωγράφισες τον έρωτα πίσω από μια κουρτίνα νερού φλεγόμενη
ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΠΑΣΕΙΣ
ΜΕ ΝΕΕΣ ΔΡΟΣΙΕΣ ΤΟ ΧΩΜΑ.
Αλληλοκοιτάζονται
στης μουσικής τον καθρέφτη οι αστερισμοί προτού διασκορπιστούνε,
κι ο
καθρέφτης βυθιζόμενος στην άβυσσό του πνίγει τη διαύγεια ώσπου να σβηστεί σε
μι’ αντανάκλαση,
τα διαστήματα
συμπλέουν και γκρεμίζονται υπό το βλέμμα του απολιθωμένου χρόνου,
οι παρουσίες
είναι φλόγες, οι φλόγες είναι τίγρεις, οι τίγρεις γίνανε κύματα,
καταρράκτης
μετασχηματισμών, καταρράκτης επαναλήψεων, του χρόνου παγίδες εγίνανε:
πρέπει να
δίνουμε στην πεινασμένη φύση ό,τι της αναλογεί σε λάμψη,
πρέπει να
σείουμε τα κρόταλα της ρίμας για να ξεγελάμε τον χρόνο και να ξυπνάμε την ψυχή,
πρέπει να
φυτεύουμε μάτια στην πλατεία, πρέπει να ποτίζουμε τα πάρκα με ηλιακούς και
σεληνιακούς γέλωτες,
πρέπει να
μάθουμε τη μελωδία του Αδάμ, το σόλο για έναν αυλό που φτιάχτηκε απ’ το κόκαλο
που καλείται μηριαίον οστούν,
πρέπει να
οικοδομήσουμε επί τούτου ανυπερθέτως του ασταθούς στερεώματος τον οίκο των
βλεμμάτων,
το σπίτι του
αέρα και του νερού, όπου κοιμάται η μουσική, αγρυπνά η φωτιά, και ο ποιητής είναι
μέσα εκεί και ζωγραφίζει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Roberto Matta
Octavio Paz
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου