ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ *
Έχει δίκιο –γι’ άλλη μια φορά– ο
Μπρεχτ, όταν γράφει ότι και οι
ποικιλώνυμοι κρατούντες και ο πολύς ο
κόσμος θεωρούν την κριτική άγονη, ακριβώς διότι ξεκινούν από την ιδέα ότι η
κριτική είναι αδύναμη. Στο σχετικό
ποίημα (: Για την κριτική στάση, που
το έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Μάριος Πλωρίτης και που το διαβάζουμε στην
πασίγνωστη έκδοση του «Θεμελίου») ο ποιητής έχει δίκην εμφάσεως αραιώσει τα
γράμματα της λέξης αυτής που σημαίνει την παθολογία της κριτικής.
Έτσι είναι τα
πράγματα και, πάντως, έχει δώσει «δικαιώματα» γι’ αυτό η ίδια η Κριτική,
τουτέστιν το ιδεατό υπερσύνολο των θεραπόντων της. Οι κρίνοντες αναδεικνύονται
κατά κανόνα σε κόλακες και σε υμνητές των «κρινομένων» – τα κίνητρά τους
ποικίλλουν μεν, αλλά δεν είναι και τόσο μεγάλη η γκάμα τους: το ρεπερτόριο
εξαντλείται στην οπισθοβουλία τους ότι κάποια στιγμή θα είναι αυτοί
«κρινόμενοι» και θα βρεθούν να «κρίνονται» από κάποιον που έχουν ήδη «κρίνει».
Πώς να μην είναι, επομένως, αδύναμη η κριτική;
Τέτοια κριτική
δεν διαθέτει όντως «κράτος»: η ισχύς της είναι –ας μου επιτραπεί η οιονεί
αναιρετική ταυτολογία– ανίσχυρη. Και είναι ανίσχυρη, γιατί δεν μπορεί να
χωρίσει, γιατί αδυνατεί να διακρίνει. Ακριβώς επειδή η κριτική είναι λόγος (ήτοι πρωτίστως κλάσμα), διαιρετική πρέπει να είναι και η λογική της: όταν ο κρίνων διαιρεί,
στην ουσία κομματιάζει και διαλέγει· επ’ ουδενί σωρεύει τα πράγματα. Αυτό, εξ
άλλου, δηλοί και το έτυμον της λέξης διαιρώ:
χωρίζω και επιλέγω, τουτέστιν διακρίνω.
Άρα η κριτική, για να διαθέτει κράτος, πρέπει –για να δικαιολογεί το όνομά της–
να είναι διακριτική. Ό,τι θημωνιάζει και τσουβαλιάζει όλα τα πράγματα αδιακρίτως, δεν είναι κριτική – είναι
ακρισία.
Μετά διακρίσεως
πρέπει λοιπόν να εκφέρεται ο κριτικός λόγος: με πολύ οξείες γωνίες και εναντίον
της στρογγυλότητας. Να βασανίζει και ταυτόχρονα να θεραπεύει πρέπει η κριτική.
Αυτή είναι η τέχνη της – δεν είναι η από αιώνων τετριμμένη ωραιολογία ούτε ο
βερμπαλιστικός καθωσπρεπισμός ούτε η μεστή σιελορροίας ψευδευγένεια. Τα καλά
λόγια, για να είναι όντως καλά, δεν πρέπει να είναι του σωρού, αλλά της
διαφοράς. Από τα στοιχειώδη μαθηματικά γνωρίζουμε ότι η διαίρεση είναι κατ’
ουσίαν αφαίρεση· γι’ αυτό και ο διαιρετικός / επιλεκτικός λόγος της κραταιάς
κριτικής συστήνει όντως τη διαφορά,
παναπεί το άλλο.
Ο Μπρεχτ στο
ίδιο ποίημά του σημειώνει ενδεικτικά και συνάμα επιλεκτικά τέσσερεις διαφορές·
τέσσερεις καταστάσεις που συνιστούν διαφορετικότητες: το μέρωμα ενός ποταμού,
το μπόλιασμα ενός δέντρου, τη μόρφωση ενός ανθρώπου και την αλλαγή ενός κράτους.
Οι νέες αυτές καταστάσεις δεν προκύπτουν στα κουτουρού... εική και ως έτυχε...,
αλλά κατόπιν εμπεδώσεως κραταιού κριτικού λόγου· με την τελείωση του λόγου
επιτυγχάνεται η από όλους ορατή διαφορά,
γιατί πια έχουμε άλλον ποταμό, άλλο
δέντρο, άλλον άνθρωπο και άλλο κράτος.
Ειδικά μάλιστα
στο τελευταίο επιμένει ιδιαίτερα ο Μπρεχτ και, κλείνοντας το ποίημά του, λέει
ότι η οπλισμένη κριτική μπορεί και κράτη ακόμα να ξεθεμελιώσει, και δη να το
κάνει έτσι, ώστε να δίνει ταυτόχρονα και αψευδή δείγματα της τέχνης της.
* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φρέαρ", τχ. 3.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου