VICENTE ALEIXANDRE
ΕΙΜΑΙ ΤΟ
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Ναι,
σ’ έχω τώρα πια αγαπήσει όσο ποτέ άλλοτε.
Γιατί
όμως να φιλούν τα χείλη σου, όταν ξέρεις ότι όπου νά ’ναι κοντεύει ο θάνατος,
όταν
ξέρεις ότι αγάπη σημαίνει απλώς ξεχνώ τη ζωή,
κλείνω
τα μάτια μου στο ζοφερό παρόν
για
να τ’ ανοίξω σε κάποιου σώματος το ιριδίζον περίγραμμα;
Δεν
θέλω να διαβάζω στα βιβλία την όποια αλήθεια που σιγά-σιγά σαν νερό ανεβαίνει,
αποκηρύσσω
τον καθρέφτη που παντού τα βουνά μού προσφέρουν,
τον
γυμνό τον βράχο όπου καθρεφτίζεται το μέτωπό μου
να
το τραβερσώνουν κάτι πουλιά κι εγώ να μη γνωρίζω καν τη σημασία τους.
Δεν
θέλω να μπαίνω στα ποτάμια όπου τα κόκκινα ψάρια με της ζωής το ερύθημα
χιμούν
και φτάνουν στ’ ακρότατα όρια του πόθου τους,
ποτάμια
απ’ όπου υψώνονται άφατες φωνές,
σημάδια
που αδυνατώ να καταλάβω ξαπλωμένος στα καλάμια ανάμεσα.
Δεν
θέλω, όχι. Αρνούμαι να καταπιώ αυτή τη σκόνη, αυτό το χώμα το οδυνηρό, αυτή τη
δαγκωμένη άμμο,
την
ασφάλεια της ζωής, την οποία και κοινωνεί η σάρκα,
όταν
καταλαβαίνει ότι ο κόσμος και τούτο το σώμα
κυλούν
σαν σημείο ακατανόητο κι από αυτό το ουράνιο μάτι.
Δεν
θέλω, όχι, να φωνάξω, τη γλώσσα μου να υψώσω,
να
την προβάλω σαν την πέτρα εκείνη που θρυμματίζεται στο μέτωπο,
που
σπάει τα κρύσταλλα των απέραντων ουρανών
που
πίσω τους κανένας δεν ακούει της ζωής τους βόμβους, τους ήχους.
Θέλω
να ζήσω, σαν χλόη να ζήσω τραχιά,
σαν
τον άνεμο ή το χιόνι, σαν το άγρυπνο κάρβουνο,
σαν
το μέλλον παιδιού που δεν έχει γεννηθεί ακόμα,
σαν
την επαφή των εραστών, όταν τους αγνοεί το φεγγάρι.
Είμαι
η μουσική που κάτω από τόσες και τόσες κόμες
ιδρύει
τον κόσμο στη μυστηριώδη του πτήση,
πουλί
αθώο με αίμα στα φτερά του είμαι
που
πάει να πεθάνει σ’ ένα κάποιο καταπιεσμένο στήθος.
Είμαι
η μοίρα, το πεπρωμένο που καλεί τους εραστές όλους,
θάλασσα
μοναδική όπου θα έρθουν όλες οι αγαπημένες ακτίνες,
καθώς
θα ψάχνουν να βρούνε το κέντρο τους,
σφιγμένες
όπως θα είναι απ’ τον κύκλο που περιστρέφεται
σαν
άλλο ρόδο φλοισβίζον και ολοκληρωτικό.
Είμαι
το άλογο με τη φλεγόμενη χαίτη ενάντια στον άτριχο άνεμο,
είμαι
το λιοντάρι που το βασανίζει η ίδια η χαίτη του,
η
γαζέλα που φοβάται το αδιάφορο ποτάμι,
η
αχόρταγη τίγρη που ερημώνει τη ζούγκλα,
το
μικροσκοπικό είμαι σκαθάρι που ωστόσο και τη μέρα ακόμα λάμπει.
Κανένας
δεν μπορεί ν’ αγνοήσει την παρουσία των ζώντων,
όσων
ζουν και στέκονται ανάμεσα στα βοώντα
βέλη
και
δείχνουν τα διάφανα στήθη τους χωρίς νά σ’ εμποδίζουν να δεις, να κοιτάξεις,
στήθη
που ποτέ τους δεν θά ’ναι κρύσταλλο παρά τη διαύγειά τους –
κι
αν πλησιάσετε εκεί τα χέρια σας,
ναι,
θα το αισθανθείτε το αίμα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου