Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΡΩΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΡΩΣ

 

Ι

Αγάπη μου, αγάπη μου.

Και ο λόγος τούτος αντηχεί στο κενό. Και είσαι μόνος.

Κι εκείνη που μας αγαπούσε μόλις αναχώρησε. Μόλις βγήκε.

Μόλις ακούσαμε την πόρτα να κλείνει.

Τα χέρια μας είναι ακόμα απλωμένα. Και η φωνή είναι παράπονο κολλημένο στον λαιμό.

Αγάπη μου…

Ησύχασε. Κάνε ξανά τα βήματά σου. Κλείσε σιγά-σιγά την πόρτα,

αν δεν έχει κλείσει καλά.

Πήγαινε πίσω.

Κάτσε εκεί και ξεκουράσου.

Όχι, μην ακούς τη φασαρία του δρόμου. Δεν θα γυρίσει πίσω. Δεν μπορεί να γυρίσει.

Έφυγε, και έχεις μείνει μόνος.

Μην σηκώνεις τα μάτια σου για να τα δεις όλα, σαν να ήταν ακόμα εκεί, μέσα σε όλα.

Πέφτει η νύχτα.

Μείνε έτσι: με το πρόσωπό σου στα χέρια σου.

Στηρίξου. Ξεκουράσου.

Σε τυλίγει απαλά-απαλά το σκοτάδι, σιγά-σιγά σε σβήνει.

Ακόμα ανασαίνεις. Κοιμήσου.

Αν μπορείς, κοιμήσου. Κοιμήσου σιγά-σιγά, αναιρώντας τον εαυτό σου,

ξεγλιστρώντας του μέσα στη νύχτα που λίγο-λίγο σε πνίγει.

Δεν ακούς;  Όχι, δεν ακούς πια. Η καθαρή, η ατόφυα

σιωπή είσαι εσύ, ω εσύ που κοιμάσαι, ω εσύ που σ’ εγκατέλειψαν,

ω εσύ που έχεις απομείνει εδώ ολομόναχος.

Αχ, μακάρι να μπορούσα να το κάνω

ποτέ ξανά να μην ξυπνήσεις!

 

II

Τα λόγια της εγκατάλειψης, της πίκρας τα λόγια.

Ο εαυτός μου ο ίδιος, ναι, εγώ και κανένας άλλος.

Εγώ τα άκουσα. Σαν και τ’ άλλα ήτανε. Τον ίδιο ήχο έβγαζαν.

Τα ίδια χείλη τα έλεγαν, και την ίδια έκαναν έκαναν κίνηση.

Όμως δεν τ’ άκουγες το ίδιο. Επειδή σημαίνουν: σημαίνουν τα λόγια.

Αχ, μακάρι τα λόγια να ήσαν απλώς ένας ήχος απαλός,

και μακάρι, κλείνοντας τα μάτια, να μπορούσες να τ’ ακούς μες στον ύπνο σου...

Εγώ… εγώ τ’ άκουσα. Και ο τελικός τους ήχος ήταν σάμπως νά ’κλεινε κάποιο κλειδί.

Σαν να χτύπησε δυνατά μεγάλη πόρτα.

Τ’ άκουσα και έμεινα άφωνος.

Και άκουσα και τα βήματα που ξεμάκραιναν.

Γύρισα, και κάθισα.

Αμίλητος έκλεισα την πόρτα – ο ίδιος, εγώ, την έκλεισα.

Αθόρυβα. Και κάθισα. Χωρίς λυγμούς.

Γαλήνιος, καθώς άρχισε να πέφτει η νύχτα.

Η νύχτα η μεγάλη. Και ακούμπησα το κεφάλι μου στο χέρι μου.

Και είπα...

Αλλά τίποτα δεν είπα. Κούνησα μόνο τα χείλη μου. Απαλά, απαλότατα..

Κι έκανα σαν σχέδιο στον αέρα και την τελευταία χειρονομία,

αυτήν που ποτέ δεν θα ξανάκανα.

 

III

Γιατί ήταν ο έρως ο έσχατος. Δεν το ξέρεις;

Ο έσχατος ήταν, ο τελευταίος. Κοιμήσου. Σώπασε.

Ήταν ο έσχατος έρως...

Και είναι νύχτα… νύχτα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου