Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

 

Της αθωότητας το γενναιόδωρο φως το γνωρίζατε.

 

Ανάμεσα στ’ αγριολούλουδα μαζεύατε κάθε πρωί

τον έσχατο χλομό αντίλαλο του τελευταίου άστρου.

Πίνατε εκείνη την κρυστάλλινη λάμψη,

που με χέρι καθαρότατο

αποχαιρετά τους ανθρώπους πίσω απ’ των βουνών

τη φανταστική παρουσία.

Κάτω από το γαλάζιο που γεννιέται

ανάμεσα στα νέα φώτα, ανάμεσα στους πρώτους καθαρούς ζεφύρους,

που με τη δύναμη της ειλικρίνειας εκέρδισαν τη νύχτα,

ξυπνούσατε κάθε μέρα, γιατί κάθε μέρα ο σχεδόν μουσκεμένος χιτώνας σας,

χιτώνας γυμνός, αγνός, απαραβίαστος,

σκιζότανε παρθενικά για να σας αγαπήσει.

 

Στις πλαγιές ανάμεσα εμφανιστήκατε και στην απαλότητά τους,

όπου η μειλίχια χλόη έχει εδώ και αιώνες δεχτεί

τον στιγμιαίο ασπασμό της σελήνης.

Μάτι γλυκό, βλέμμα ξαφνικό για έναν κόσμο τρομαγμένον

που πέρα ​​από την ίδια του την εμφάνιση τον αισθάνεσαι άφατον.

 

Η μουσική των ποταμών, η ηρεμία των φτερών,

εκείνα τα φτερά που ακόμα και με τη μνήμη της ημέρας

διπλώνονταν για τον έρωτα καθώς και για τον ύπνο,

έντυναν μουσικά την πιο ήσυχη έκστασή τους

κάτω από τη μαγική ανάσα του φωτός,

σελήνη πυρέσσουσα που φαινότανε στα ουράνια

και φαίνεται να αγνοεί τη διάφανη εφήμερη μοίρα της.

 

Των βουνών η μελάγχολη κλίση

δεν σήμαινε επίγεια μεταμέλεια

πριν απ’ των ωρών την αναπόφευκτη μεταλλαγή:

ήταν μάλλον κάτι ομαλό και λείο, του κόσμου η απαλή επιφάνεια

που την καμπύλη της πρόσφερε σαν στήθος γητεμένο.

 

Εκεί ζούσατε. Εκεί παρακολουθούσατε κάθε μέρα τη γη,

το φως, τη ζέστη, την πολύ αργή αναδίφηση

των ουράνιων αχτίδων που προοιωνίζονταν τις μορφές και τα σχήματα,

που άγγιζαν τρυφερά τις πλαγιές, τις κοιλάδες,

τα ποτάμια με το σχεδόν λαμπρό ηλιακό σπαθί τους,

ατσάλι ζωηρό που κρατάει ακόμα, αδάκρυτο, την τόσο οικεία κιτρινίλα του,

με το ασημένιο πρόσωπο του φεγγαριού να το κατακρατούν τα κύματα του.

 

Εκεί γεννιόντουσαν κάθε πρωί τα πουλιά,

όντα εκπληκτικά, αρτιγέννητα, επιτήδεια, ουρανόπεμπτα.

Οι γλώσσες της αθωότητας δεν έλεγαν λόγια:

ανάμεσα στα κλαδιά των πανύψηλων λευκών λευκών αυτές

ακούγονταν σχεδόν φυτικές, σαν την πνοή των φυλλωμάτων:

πουλιά της αρχικής ευδαιμονίας, που άρχιζαν

ν’ ανοίγουν τα φτερά τους, χωρίς να χάνουεν της δρόσου την παρθενική σταγόνα!

Τα ραντισμένα άνθη, τα μόλις φωτεινά ανθάκια του αλσυλλίου,

ήσαν πανάπαλα, χωρίς φωνές, στα γυμνά σας πέλματα.

Σας είδα εγώ, σας ένιωσα, όταν το αόρατο άρωμα

φιλούσε τα πόδια σας, τ’ αναίσθητα στον ασπασμό εκείνον.

 

Όχι σκληρά: ευδαίμονα μόνο! Στα γυμνά σας κεφάλια

έλαμπαν ενδεχομένως της αυγής τα πάμφωτα φύλλα.

Το μέτωπό σας πληγώθηκε, από μόνο του, στις χρυσές αχτίδες

κόντρα, στις πρόσφατες αχτίδες της ζωής,

του ήλιου, του έρωτα, της σιωπής της πανέμορφης.

 

Δεν υπήρχε βροχή, πλην όμως κάτι μπράτσα γλυκά

έμοιαζαν να δεσπόζουν στον αέρα,

και νιώσαν οι κόμες σας τη σαγηνευτική παρουσία τους,

ενώ λέγατε λόγια που ο ανατέλλων ήλιος τούς έδινε φτερών μαγεία.

 

Όχι, δεν είναι τώρα, που πάει να πέσει η νύχτα

με την ίδια γλύκα επίσης, αλλά και μ’ έναν ατμό ελαφρότατο τέφρας,

όταν θα τρέχω εγώ ξοπίσω από τους προσφιλείς σας ίσκιους.

Μακριά, πολύ μακριά είναι του πρωιού οι μαραμένες ώρες,

εικόνα πανόλβια της χαραυγής της ανυπόμονης,

τρυφερή γέννηση ευτυχίας στα χείλη,

στα όντα τα ολοζώντανα που αγάπησα στις γραμμές των ορίων σας.

 

Η ευχαρίστηση δεν επήρε της ηδονής το τρομερότατο όνομα,

ούτε το θολό πάχος των σχισμένων δασών,

αλλά τη μεθυστική ευκρίνεια των ανοιχτών χαραδρών

όπου το φως γλιστράει με των πουλιών την απλότητα.

 

Γι’ αυτό σας αγαπώ, αθώα, αγαπημένα όντα, όντα θνητά

ενός παρθενικού κόσμου που καθημερινώς επαναλαμβανόταν

όποτε  ηχούσε η ζωή στους ευτυχείς λαιμούς

των πουλιών, των ποταμών, των αέρων και των ανθρώπων.

 

Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής.

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου