ANDRÉ BRETON
ΚΑΛΛΟΣ ΑΝΕΥ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ
(Ποίηση σὲ πεζό)
Πρέπει νὰ βγεῖς πολὺ-πολὺ πρωί, ν᾽ ἀνεβεῖς ψηλὰ στὸν λόφο τῆς Ἱερᾶς Καρδίας, στὸ Παρίσι, καὶ νὰ δεῖς τὴν πόλη ν᾽ ἀπαλλάσσεται ἀργὰ-ἀργὰ ἀπὸ τὰ ὑπέροχα πέπλα της, προτοῦ ἀκόμα ἀρχίσει νὰ τεντώνει τὰ μπράτσα της καὶ ν᾽ ἀνακλαδίζεται. Πλῆθος μέγα, ἐπὶ τέλους, διάσπαρτο, παγωμένο, ναρκωμένο θά ᾽λεγες καὶ χωρὶς πυρετὸ ἀργοσκίζει σὰν πλοῖο τὴ μεγάλη νύχτα ποὺ ξέρει ὅ,τι κάνει γιὰ τὰ σκουπίδια νὰ τὸ κάνει καὶ γιὰ τὰ θαύματα. Τὰ ὑπερήφανα μνημεῖα, ποὺ ὁ ἥλιος ἐπείγεται νὰ τὰ στεφανώσει μὲ πουλιὰ ἢ μὲ κύματα, ἴσα-ἴσα καταφέρνουνε νὰ ξεμυτίσουν ἀπ᾽ τὴ σκόνη ποὺ μαστιγώνει τὶς πρωτεύουσες. Πρὸς τὴν περιφέρεια τὰ ἐργοστάσια, ποὺ πρῶτα αὐτὰ πρὶν ἀπ᾽ ὁτιδήποτε ἄλλο σκιρτοῦν, φωτίζονται καὶ λάμπουν ἀπ᾽ τὴ συνείδηση ἐκείνη ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα μεγαλώνει στῶν ἐργατῶν τὴν τάξη. Οἱ πάντες κοιμοῦνται ἐκτὸς ἀπ᾽ τοὺς τελευταίους σκορπιοὺς ποὺ ἔχουν ὄψη ἀνθρώπινη καὶ ἀρχίζουν νὰ ψήνονται καὶ νὰ βράζουν στὸ ζουμὶ τοῦ χρυσαφιοῦ τους. Τὸ γυναικεῖο κάλλος λειώνει καὶ πάλι μέσα στὴ χοάνη ὅλων τῶν σπανίων λίθων. Καὶ δὲν εἶναι ποτὲ ἄλλοτε πιὸ συγκινητικό, πιὸ ἐνθουσιῶδες, πιὸ τρελὸ ἀπ᾽ ὅ,τι τούτη τώρα τὴ στιγμή, ὁποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει ἀποσπασθεῖ τελείως ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ν᾽ ἀρέσει στοὺς μέν καὶ στοὺς δέ, στὸν τάδε ἢ στὸν δείνα. Κάλλος χωρὶς ἄμεσο προορισμό, χωρὶς προορισμὸ γνωστὸ οὔτε κὰν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο, ἄνθος μοναδιαῖο ποὺ βγῆκε ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέλη τὰ διάσπαρτα σὲ μιὰ κλίνη ποὺ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ πὼς ἔχει τὶς διαστάσεις τῆς γῆς! Τὸ κάλλος ἀγγίζει αὐτὴ τὴν ὥρα τὸ ἀπόγειο, τὸ ζενίθ του, συντήκεται μὲ τὴν ἀθωότητα, εἶναι δὲ ὁ τέλειος καθρέφτης, μέσα στὸν ὁποῖο ὅ,τι ὑπῆρξε ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἐκλήθη ποτὲ νὰ ὑπάρξει λούζονται ἀξιολάτρευτα μέσα σὲ ὅ,τι πρόκειται νὰ γίνει «ἡ φορὰ ἐτούτη». Ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τῆς καθολικῆς ὑποκειμενικότητας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βασίλειο τῆς νύχτας, καταπνίγει τοὺς ἀνυπόμονους προορισμοὺς μὲς στὴ μικρὴ-μικρὴ εὐτυχία.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου