VICENTE ALEIXANDRE
ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ
Κάμπος γυμνός. Μόπνη
ἡ νύχτα καὶ ἄοπλη. Ὁ ἄνεμος
κάνει νύξεις βουβῶν παλμῶν
κόντρα στ᾽ ἀσπρόρουχά της.
Καθέτως ἡ σκιά περιβάλλει
ψυχρή, ἐπάνω στὸ στῆθος μου,
τὸ βαρύ ρης, τὸ μαῦρο μετάξι,
κλειστό. Καὶ μένει καταπιεσμένο
τὸ πακέτο ἔτσι μέσα στῆς νύχτας
τὴν ὕλη, διάσημο, ἥσυχο,
πάνω στὸν αἴθριο χάρτη τ᾽ οὐρανοῦ
τὸν ἀργοπορημένο.
Ὑπάρχουν σκάρτα ἀστέρια,
λουστραρισμένοι ἄξονες. Πάγοι
πλέουν ἀκυβέρνητοι
στὴν ἐπιφάνεια, ἕρμαιά της. Ἀργὴ παγωνιά.
Μιὰ σκιά, καθὼς περνᾶ
πάνω ἀπὸ τὸ ἐπιβλητικὸ
καὶ βουβὸ περίβλημα, χτυπάει ἀγέλαστη
τὸ μυστικό της μαστίγιο.
Μαστίγωμα. Κοράλλια
ἀπὸ αἷμα ἢ φῶς ἢ φωτιὰ
κάτω ἀπ᾽ τὸ μεταξωτό ἀνεμολόγιο προφητεύουν,
φτερουγίζουν, ὑποχωροῦν κατόπιν.
Ἢ σάρκα βαθιὰ ἢ φῶς σάρκας
βαθιᾶς. Ζεῖ ὁ ἄνεμος
γιατὶ προβλέπει ριπές,
σταυρούς, διαλείμματα, σιωπές.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου