VICENTE ALEIXANDRE
ΕΓΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΡΑ
Αυτή η επίγνωση του εκτεταμένου αέρα πιάνει τη σωστή της θέση, καταλαμβάνει τον τετραγωνικό της πόντο επάνω στο ευρισκόμενο σε συναγερμό στήθος μου. Το λιβάδι έχει νικηθεί και, αν τραγουδήσω, δεν θα μπορέσω ν’ αποτελειώσω το κινούμενο κάτω από το νερό τραγούδι μου. Ένα ψάρι αποκοιμισμένο στα γόνατά μου αδυνατεί να χαμογελάσει, όσο κι αν η ήδη χαμένη εικόνα γλιστράει πάνω από την ψυχρή του γλώσσα. Ποιός θα μπορούσε να βρει, άραγε, εκείνη τη γλυκιά άμμο, εκείνο το μοναδικό ψήγμα χρυσού που έπεσε από τη σιωπή μου κάποιο απόγευμα όλο βράχια, όταν πήγα ν’ ακουμπήσω τους αγκώνες μου σε δύο αμφιρρεπείς καμβάδες που μου έκρυβαν καλά τη μοίρα μου. Μια μπότα χαμένη στο δρόμο ποτέ δεν ικετεύει τελούσα σε κατάσταση παραληρήματος, ποτέ δεν φοβάται τη βροχή που πνίγει τις οδύνες της. Κι ένας άντρας που επιμένει, θ’ απολέσει δια παντός τα μπαστούνια του, το αργόσυρτό του στήριγμα, και θα μένει ραμμένος κανονικά, με κλωστή και με βελόνι, στης τυφλότητάς του το κάλλος. Τίποτα δεν συναγωνίζεταΙ το να χαϊδεύεις μιαν ανηφόρα, έν’ αυλάκι, κάποια δυσκολία που δεν είναι σάρκινη, που δεν νιώθει τη μεταλλική νεφέλη, αυτό το σύννεφο που συγκεντρώνει όσον ηλεκτρισμό μας λείπει. Γι’ αυτό καλό είναι νά ’βρεις πλοίο. Να τραβήξουμε κουπί και ν’ απολέσουμε τον κατάλογο των πραγμάτων έτσι, ώστε ξαφνικά να μας λείπει το δάχτυλο του ενός μας χεριού και να μην το αναγνωρίζουμε ύστερα στο ράμφος κάποιου γλάρου. Να είναι εφικτή η επισκόπηση μεν, αλλά και χωρίς καν χαιρετισμό. Να μπορώ να πω δεν είμαι, ακόμα κι αν επιμένω να είμαι. Να μπορώ να πω στον τιμονιέρη να μη βιάζεται (το αντιλαμβάνεσθε όλοι – φαντάζομαι), γιατί το φως δεν κατεβαίνει με τη μορφή τραπουλόχαρτων και προσωπικώς εγώ καθόλου δεν φοβάμαι μην τυχόν αμαυρώσω τον θρίαμβό μου. Μπορώ να έχω μια πολυτέλεια, αυτήν των υπερκειμένων πραγμάτων, αυτήν σε τούτην εδώ μέσα την πομφόλυγα, αυτήν σ’ εκείνο εκεί το αγκάθι, και μου φαίνεται ψέμα το ότι η εν λόγω τρυφή έρχεται κωπηλατώντας και δεν βρίσκει τη σάρκα που της προορίζεται. Τελικώς είμαι στον ωκεανό χαμένος.
Γιατί εγώ δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου. Κι εσείς μπορείτε να μου δείξετε εκείνο το γιγαντιαίο κύμα που έχει φτιαχτεί αποκλειστικά και μόνο από γροθιές ομπρελών, εκείνη τη βροντερή διαμαρτυρία χωρίς ίχνος αντιμάμαλου. Καθόλου δεν εκπλήσσομαι, διατηρώ το επίπεδο μου επάνω απ’ το νερό, μπορώ επί πλέον να βρέχω, να δροσίζω τη γλώσσα μου στα υπουράνια πεδία, στο εκστατικό γαλάζιο μέσα. Αλλά αν φτάσεις εσύ εδώ, εσύ, το τέρας χωρίς αφτιά που αντί για τον λόγο του κουβαλάει ένα βραχύσωμο ψαλίδι, ίσα-ίσα για να μπορέσει να κόψει την ανοιχτή εξήγηση, εγώ τότε δεν θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου, μα θα παραδοθώ άνευ ετέρου στα δυνατά του πτερύγια. Ποιός ψεύτικος συναγερμός έχει αναστατώσει τον λαιμό των νοτισμένων σειρήνων που μόνο εγώ νιώθω με τη μορφή τρυπημένων γυαλόχαρτων, καθώς κοιμούνται στη σιωπή τους; Γιαλός είναι το χέρι μου. Κι άλλος γιαλός το πόδι μου. Κι άλλος γιαλός επίσης είναι τούτο το αγριοτράγουδο που το κουβαλάω εντός μου με μορφή δαχτυλιδιού, γιατί δεν γουστάρω κλουβιά για καναρίνια, γιατί σιχαίνομαι το χρυσάφι ανάμεσα στα δόντια όπως και τα δάκρυα που είναι άχρηστα και δεν κάνουν για ν’ ανοίγουν άλλες πόρτες. Γιατί θα σπάσω αυτό το γυαλί του κόσμου που μας δημιουργεί· γιατί μου το ζητάει τούτο δω το μικρό μαύρο ζωύφιο που προβάλλει από του στόματος την άκρη. Γιατί όλοι σας είσαστε πεθαμένοι και άταφοι.
Αντί για δάκρυα κλαίω το κεφάλι μου ολόκληρο. Κυλάει πάνω από το στήθος μου και γελώ με τα νύχια μου, με τα δυό μου πόδια που σαν ριπίδια μου κάνουν αέρα, ενώ μια κοπέλα, ένα ξερό και ριγηλό κεφαλομάντηλο, θέλει να πληροφορηθεί αν υπάρχει ακόμα δέρμα και στα δύο μου χέρια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου