LUIS CERNUDA
Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Γιὰ σένα ἡ μοναξιὰ στὰ πάντα βρίσκεται, καὶ τὰ πάντα γιὰ σένα βρίσκονται στὴ μοναξιά. Νησὶ τῆς ὀλβιότητας εἶναι, ποὺ τόσες καὶ τόσες φορὲς σὲ δέχτηκε, μᾶλλον διαποτισμένον μὲ τὴ ζωὴ καὶ μὲ τὰ σχέδιά της, κουβαλώντας ἐκεῖ, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὴν ἀγορὰ ἄνθη, τὰ πέταλα τῶν ὁποίων ὕστερα θ᾽ ἀνοίξουν μὲ ἀποκεκρυμμένη πληρότητα τὸν ἀναβρασμὸ ποὺ λίγο-λίγο θὰ κάνει τὶς ἰδέες νὰ ξεπέσουν στῶν ἰδεῶν τὴν ὑποστάθμη.
Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι στὴ μέση τῆς ζωῆς καὶ ἀντλαμβάνονται τὰ πράγματα μὲ βιάση, καὶ εἶναι οἱ αὐτοσχεδιαστές· ὑπάρχουν ὅμως κι ἐκεῖνοι ποὺ χρειάζεται νὰ πάρουν τὶς ἀποστάσεις τους ἀπ᾽ αὐτήν, γιὰ νὰ τὴ δοῦν περισσότερο καὶ καλύτερα, καὶ εἶναι οἱ στοχαστικοί. Τὸ παρόν εἶναι γρέτζο, ὑπέρμετρα τραχύ, καὶ δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ γεμίζει ἀπὸ εἰρωνικὲς ἀπρέπειες, καὶ τότε πρέπει νὰ πᾶς μακριά του γιὰ νὰ καταλάβεις τὴν ἔκπληξη καὶ τὴν ἐπανάκαμψή του, τὸ δευτέρωμά του.
Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους κι ἐσένα, ἀνάμεσα στὸν ἔρωτα κι ἐσένα, ἀνάμεσα στὴ ζωὴ κι ἐσένα βρίσκεται ἡ μοναξιά. Ἡ μοναξιὰ ὅμως, ποὺ ἀπ᾽ ὅλα σὲ χωρίζει, δὲν σὲ πονᾶ, δὲν σὲ θλίβει. Καὶ γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ θλίβει; Κάνε τὸν λογαριασμό σου μὲ τὰ πάντα, μὲ τὸ χῶμα, μὲ τὴν παράδοση, μὲ τοὺς ἀνθρώπους — σὲ κανέναν δὲν όφείλεις τόσα ὅσα ὀφείλεις στὴ μοναξιά. Πολὺ ἢ λίγο — ὅ,τι κι ἂν εἶσαι σὲ αὐτὴν τὸ ὀφείλεις.
Ἀπὸ παιδάκι, ὅταν ἐκοίταζες τὸν οὐρανὸ τὴ νύχτα, καὶ τ᾽ ἄστρα του μοιάζανε βλέμματα φιλικὰ ποὺ γέμιζαν τὸ σκοτάδι μὲ μυστηριώδη συμπάθεια, οἱ ἀχανεῖς διαστάσεις τοῦ διαστήματος ἐσένα καθόλου δὲν σὲ φόβιζαν· ἀπεναντίας σὲ κρατοῦσαν νὰ μετεωρίζεσαι σὲ μιὰν ἔμπιστη σαγήνη. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στοὺς ἀστερισμούς, ἔλαμπε κι ὁ δικός σου, διαυγὴς σὰν τὸ νερό, φωτεινὸς σὰν τὸν ἄνθρακα ποὺ ὑπάρχει στὸ διαμάντι: ὁ ἀστερισμὸς τῆς μοναξιᾶς, στοὺς μὲν πολλοὺς ἀόρατος, προφανὴς ὅμως καὶ ἀγαθοποιὸς σὲ κάποιους ὀλίγους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους σοῦ ἔλαχε νὰ συγκαταλέγεσαι κι ἐσύ.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου