LUIS CERNUDA
ΧΑΡΑΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ
Πρὶν τὸ ξημέρωμα, μὲ ἐρημικὴ τὴν παραλία καὶ ἀκόμα νὰ μὴν ἔχει ξυπνήσει, ἐσὺ βρίσκεσαι ἤδη στὸ νερό. Ξανθοκόκκινος ὁ ἀέρας καὶ ἡ θάλασσα ἀσπρουδερή, θάλασσα καὶ ἀέρας πρὶν τὴν κανονικὴ τους ὥρα ἐκπέμπουν μιὰ κάποια χλιαρότητα, σχεδὸν δὲν σὲ δροσίζουνε καθόλου, μολονότι τονώνουν ὅσο νά ᾽ναι τὸ κορμί σου ποὺ δὲν ἔχει καὶ πολὺ ξαποστάσει καὶ φλέγεται. Εὐεξία ζωικὴ ποὺ τὴν ψυχὴ εὐφραίνει.
Στὸ γιαλό, μακριά, μόνο ἡ τέντα τῆς καντίνας διακρίνεται. Ἀπὸ κάτω της φυλᾶνε μὴν τὰ φάει ὁ ἥλιος τραπέζια καὶ σκαμνάκια· ἀπὸ πίσω της ἔχει συστάδες φοινικόδεντρων: ὄχι τόσο καλλωπισμός, ὅσο μαρτυρία γεωγραφικῶν συντεταγμένων. Χώρα καυτή, διάπυρη.
Τὸ πρωὶ ὅλο μεγαλώνει, κι ἀκόμα οὔτ᾽ ἕνας. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι τοῦτο μόνο: ἥλιος, ἄμμος, νερό. Μοναξιὰ καὶ χρόνος τὸν κατοικοῦν, τίποτ᾽ ἄλλο. ΚΙ ἐσύ; Ἑσὺ εἶναι ὁ περιστασιακός του στοχασμός, ὁ γιὸς αὐτῆς τῆς εὐνοϊκῆς μοναξιᾶς καὶ αὐτοῦ τοῦ βραδύπορου χρόνου. Διάλειμμα.
Ἔτσι πάντα νὰ ζεῖς. Ποὺ τίποτα, οὔτε ἡ αὐγή, οὔτε ὁ γιαλός, οὔτε ἡ μοναξιὰ σοῦ ἔγιναν περάσματα γιὰ νὰ πᾶς σὲ ἄλλη ὥρα, σὲ ἄλλον τόπο, σὲ ἄλλο εἶναι. Ὁ θάνατος; Ὄχι. Ἡ ζωὴ ἐν πάσῃ περιπτώσει ναί: μὲ κάτι παραπάνω ἀπὸ ἐδῶ καὶ μὲ κάτι παρακάτω ἀπὸ ἐκεῖ, πλὴν ὅμως δίχως τύψεις καὶ χωρὶς δοκιμασίες καὶ βάσανα.
Καὶ ἀνάμεσα στὸ πρὶν καὶ στὸ μετά, σὰν τὸ μαργαριτάρι ἀνάμεσα στὰ δυὸ ἡμίση τοῦ κελύφους του, βγαίνει τούτη ἐδῶ ἡ στιγμὴ ἡ πάγχρωμη καὶ ἰριδίζουσα καὶ τέλεια. Τώρα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου