VICENTE ALEIXANDRE
ΤΑ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΟΠΩΣΕΩΣ
Τὸ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος εἶναι λυπημένος σὰν κι ἐμένα δὲν εἶναι λόγος νὰ χώνεις τὸ κεφάλι σου κάτω ἀπ᾽ ὅλο τὸ μπὸρ τοῦ καπέλου μου. Θὰ σ᾽ τό ᾽κανα δῶρο μὲ τόσο ἥλιο νὰ ζεματάει, ἂν τόσο πολὺ σοῦ ἄρεσε. Μ᾽ ἀρέσουν ὅμως τὰ μάτια σου, μ᾽ ἀρέσεις ἐσὺ κι ὄχι ἐπειδὴ μὲ κοροϊδεύεις καὶ μ᾽ ἐξαπατᾶς, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ὕπαιθρος χώρα ἔχει χάσει ἕως ἑνὸς ὅλα τὰ ἀξεσουάρ της. Πράγμα οὐσιῶδες! Ἐδῶ στὴν πρωτεύουσα τὸ καταλαβαίνει κανεὶς καλύτερα.
Εἶσαι ὡραία σὰν φύλλο ἡμερολογίου. Εἶσαι. Καὶ τὸ διαπιστώνω μέρα τὴ μέρα. Μὴν περιμένεις πάντως νὰ σοῦ πῶ ψέματα, γιατὶ μοῦ πονάει ὁ θώρακας ν᾽ ἀποθηκεύω μέσα μου συνέχεια ψευδαισθήσεις καὶ κόντρα ψευδαισθήσεις. Τὸ ἴδιο τραγούδι τραγουδάει ὅλο τὸ αἷμα μου, συνοδευόμενο (ένῶ ἐσεῖς γελᾶτε, ὅλο γελᾶτε) ἀπό ᾽να ντέφι. Ντάφ, ντάφ. Ντάφ, ντάφ. Ντάφ, ντάφ. Φέτες τσίγκου θὰ ἐσέρβιρα τοῦ λόγου μου σ᾽ ὅλους σας μπὰς καὶ κοινωνήσετε ἐπὶ τέλους τῶν βαθυτέρων αἰσθημάτων μου. Ἐσεῖς, ὅμως, ἔχετε τὰ μαλλιά σας κατσαρά, ἀνακατεμένα, καὶ μοιάζετε ὄντα ἠλεκτρικά. Μοῦ φαίνεστε ἀξιοθαύμαστοι, Ἄχρηστοι, Ἀποσυναρμολογημένοι. Μονάχα ἐσύ, μένοντας ἡ ἴδια πάντα, βγάζεις τὴ γλώσσα, ἐπειδὴ ἔχεις πιάσει τὸ ὅτι τὸ ὅλον ταιριάζει ὡραῖα στὸ χάραμα. Μὲ τ᾽ ἀκροδάχτυλα ἀγγίζεις τὸ καθαρὸ μέλι ποὺ πέφτει στάλα-στάλα ἀπὸ τὸ χάραμα καὶ βρίσκεις σαθρότατες τὶς ἀντιρρήσεις μου ὅλες. Μά, ὄχι, καθόλου ἐγὼ δὲν διαφωνῶ μαζί σου. Καλά, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι, ἀλήθεια, ὅτι ἔτσι ὑποτιμᾶς τὴ φύση, μ᾽ αὐτὴ τὴν κλωστίτσα ἀπ᾽ ὅπου κρατιέσαι; Ὕστερα θὰ γευτεῖς τὸν καφὲ καὶ θὰ περιμένεις νὰ σοῦ φανερώσει σημεῖα πρωτόγνωρα, ἄστρα φωτεινά, ποὺ δὲν θὰ διακόπτουν ποσῶς τὴ σιωπή τους. Ἄχ, μὰ τί σπιτοκόριτσο ποὺ εἶσαι ἐσύ! Μὴ μοῦ χαλᾶς ὅ,τι εἶναι σὲ ὅλους κοινό, μὴ μοῦ χαλᾶς τὸ ἀναγνωρίσιμο, τὸ ἤδη ξεθυμασμένο ἀπόσταγμα καὶ τὸ νερό. Ἄχ, πῶς ἔχω χιλιομπαϊλντίσει μὲ τὸ ξημέρωμα! Ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ καὶ ὥρα μιὰ λιχουδιά, κάποια τοῦ οἰνοπνεύματος αἴσθηση! Ὑλιστής! Κι ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ ἐπῆγες κι ἀγόρασες ἕνα ψάθινο καπέλο, ἰταλικὴ παμέλα, κι ἔνιωσες νὰ μακραίνουν ὅλα σου τὰ δάχτυλα, προκειμένου νὰ ἐπιμηκύνεις κατὰ τὸ δοκοῦν τῶν χειρονομιῶν σου τὸ ζαβλάκωμα. Ὁ ἀέρας εἶναι γεμάτος ταινίες ποὺ μπλέκονται ὁλοένα περισσότερο σὲ κάθε κυματισμὸ τῶν χεριῶν σου ἐκεῖ ποὺ πᾶνε νὰ λιποθυμήσουν. Γιά ἕνα λεπτό, ὅμως — τζάζ!... μὰ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τζάζ;! Πρὸς ὥρας βγάλε ἀπὸ πάνω σου τοῦτο τὸ καπέλο. Ἔχεις, ὅμως, τόσο λεπτοὺς γοφοὺς πού, ἔτσι καὶ σὲ σφίξω, θὰ τυλιχτοῦν τὰ μπράτσα μου δυὸ φορὲς τριγύρω σου. Ξεμπλέκομαι γρήγορα άπ᾽ τὴ μέση σου, καὶ τί ὡραία φωτεινὴ σβούρα γίνεσαι ἔπειτα: κατακόρυφη, καὶ ἀναδίδεις μουσική!
Σ᾽ ἀγαπάω, σφοντύλι μου, στὴ γυροσκοπική σου μετάπτωση, ναί, σ᾽ ἀγαπάω, σβούρα μου. Πές μου ἕνα τραγούδι. Ὅλο τὸ τοπίο μονόχορδη, λυρικὴ περιοχή. Ξαπλωμένη ἐσύ, ἀνοίγεις τὰ μάτια σου καὶ ὅλοι περιστρεφόμαστε γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά σου.
Γιά φαντάσου! Μέχρι καὶ τοῦ φορέματός σου τὸ φουρὸ διατηρεῖ ἕνα (οὔτε κι ἐγὼ ξέρω ποιό) φυγόκεντρο καὶ ἀνυπόμονο σχῆμα, οἱ δὲ μηροί σου μοιάζουν νά ᾽ναι πλασμένοι ἀπὸ ἀσήμι. Μὰ μὴ μὲ φιλᾶς, γιατὶ τὰ κατακόκκινα χείλη σου ἔχουν γεύση μίνιου. Ἡ πόρπη αὐτὴ ποὺ φορᾶς στὸ στῆθος —μὴν τσαντιστεῖς— μοῦ φαίνεται σὰν μιὰ σταξιὰ καλάι. Ναί, ναί, δίκιο ἔχεις· εἶναι ὥρα νὰ γυρίσουμε σπίτι, νὰ τρυπώσουμε μέσα, ὅσο χάσκει ἀκόμα ἡ πόρτα ἀπὸ τὴ βαρεμάρα της. Ἀλλά, ἂν ὄντως προτίθεσαι νὰ μοῦ σερβίρεις τὸ δεῖπνο, ὅλα μεμιᾶς θὰ σωπάσουν τ᾽ ἀηδόνια. Γιατὶ τὸ φτέρωμά τους εἶναι μόνο ἀπὸ μουσική, καὶ γι᾽ αὐτὸ κι ἐκεῖνα θὰ γίνουν τρίλιες καὶ ἐπερείσεις ἔμπλεες σιωπῆς.
Τραμπαλίζεσαι ἐπάνω στὶς ἀμφιβολίες μου, δείχνοντάς μου μὲ εὐφρόσυνη ἄνεση τὰ πόδια σου. Ἂν ξεχαστεῖς, μπορεῖ καὶ νὰ πάρω τὸν ἀστράγαλό σου γιὰ παγωτό, γιατὶ ἐγὼ πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαπῶ τὴ γλαφυρότητα, παναπεῖ τὴ στρογγυλότητα τῶν παραγράφων. Καὶ δὲν πᾶ᾽ νά ᾽ναι κι ἀπὸ κερί! Ὄχι! Ὀσμὴ ἀναγουλιαστικὴ ὑπάρχει κάπου —μακάρι νά ᾽ξερα ποῦ— ἀπὸ κερὶ ἀναμμένο. Ἂς πᾶμε στὸ μπάνιο. Ἡ ἀσηπτική του διακόσμηση μὲ ἰσορροπεῖ. Στιλβωμένος, ἑωθινός, σοῦ ἀπευθύνω τὴ νικέλινη καλημέρα μου καὶ βυθίζομαι στὸ κρεβάτι. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶμαι λυπημένος.
Ναί, ἐπειδὴ εἶμαι λυπημένος. Ἐσύ, ὡστόσο, μὴν ἐπιμένεις. Ἡ μέρα σήμερα ἔχει σχῆμα κατσαρόλας. Καὶ εἶναι ἀκαταμάχητα συντριπτική. Βαριέμαι. Καὶ μέχρι αὔριο δὲν πρόκειται νὰ ἐξέλθω. Ἂς μὲ φωνάξουν τὴν ὥρα τῶν ἀφρῶν. Στὴν κόψη τους πάνω. Ἐσὺ ἔλα, μπὲς στὸ δωμάτιό μου, φρουτένια καὶ πάνστιλπνη, γιατὶ ἐγὼ πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαπῶ τῶν φρούτων τὴ σάρκα καὶ τὸ πρωὶ δίχως ἀλκοόλ ἡδονὴ εἶναι ὑπέρτατη.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου