Κυριακή 27 Απριλίου 2008

ΔΕ ΜΕ ΣΚΟΤΙΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ


CERCAMON (γύρω στα 1135)


[ΣΑΝ ΑΓΡΙΕΥΕΙ Τ’ ΑΓΕΡΙ ΤΟ ΓΛΥΚΟ…]


Σαν αγριεύει τ’ αγέρι το γλυκό
Και πέφτουνε τα φύλλα απ’ τα κλαδιά,
Και τα πουλάκια αλλάζουνε σκοπό,
Στον έρωτα τραγούδια θλιβερά
Λέω, που πάντα σκλάβο με κρατεί
Χωρίς ποτέ από μέ να σκλαβωθεί.

Δε γεύτηκα απ’ αυτόν άλλον καρπό
Παρά αγωνίες και βάσανα φριχτά·
Γιατί με κόπο πάντα μου αποχτώ
Ό,τι η καρδιά μου η δόλια πεθυμά.
Κι είναι γραφτό της πάντα να ποθεί
Αυτό που ν’ αποχτήσει δεν μπορεί.

Για ένα πετράδι χαίρομαι ακριβό,
Τίποτ’ άλλο δεν πόθησα έτσι δα.
Όταν μαζί της μόνος μου βρεθώ
Τα χάνω και δε βγάζω τσιμουδιά.
Μα όταν φεύγω χάνω στη στιγμή
Το νου μου, κι άδεια νιώθω τη ζωή.

Κι η πιο όμορφη κυρά στον κόσμο αυτό
Μπροστά σ’ αυτή δεν πιάνει χαρτωσιά.
Σαν σκοτεινιάσει ο κόσμος, φως λαμπρό
Το βλέπω εκεί που στέκει να σκορπά.
Θεέ μου, ας άγγιζα τα’ ωραίο της κορμί
Ή ας τό ’βλεπα όταν πάει να κοιμηθεί.

Κι όταν κοιμούμαι κι όταν αγρυπνώ
Τρέμω απ’ τον πόθο που με τυραννά.
Να την παρακαλέσω δεν τολμώ,
Φοβάμαι μην πεθάνω. Μα πιστά
Θα την υπηρετήσω ώς τη στιγμή
Που ίσως η αλήθεια τής φανερωθεί.

Ο χάρος δε με παίρνει μα ούτε ζω.
Είμαι άρρωστος μα δε βλέπω γιατρειά·
Και δεν ξέρω αν ποτέ θ’ αγαπηθώ,
Ούτε πότε. Κι αλί! από πουθενά
Δε θά ’βρω σωτηρία, έξω απ’ αυτή,
Που τη ζωή μου ολάκερη κρατεί.

Να μου παίρνει θέλω το λογικό,
να με κάνει να φέρνομαι λωλά,
Να με προσβάλλει, να με λέει χαζό,
Πότε κρυφά και πότε φανερά·
Τί κι αν πονώ, αφού χαρά τρελή
Σε λίγο, αν θέλει εκείνη, θα με βρεί.

Κάλλιο νά ’χα πεθάνει τον καιρό
Που την υπηρετούσα. Τι γλύκα
Με μάγεψε όταν κάποιο δειλινό
Καμώθηκε πως, τάχα μ’ αγαπά!
Με γήτεψε έτσι, που άλλη δε χωρεί
Αγάπη στην καρδιά μου πια να μπει.

Χαίρομαι, κι ας έχω έγνοιες στο μυαλό,
Γιατί, όσο κι αν την αγαπώ δειλά,
Για χάρη της μπορώ άλλος να γενώ:
Κι άπιστο και πιστό μα και φονιά,
Σαν θέλει, να με κάνει αυτή μπορεί,
Κι απατεώνα κι αλήτη κι ευγενή.

Δε με σκοτίζει ο κόσμος τί θα πει·
Μα ο Σερκαμόν σας λέει τα λόγια αυτά:
«Μη θέλετε ευγενικά να σας φερθεί
Αυτόν οπού τον δέρνει έρωτ’ απελπισιά».



Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Από το βιβλίο: «Τρουβαδούροι: οι προβηγκιανοί ποιητές και τραγουδιστές του Μεσαίωνα», εισαγωγή, έμμετρη μετάφραση και σχόλια Σπύρος Σκιαδαρέσης, Πλέθρον, Αθήνα 1982, σελ. 56-58.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου