Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο ΝΕΡΟΥΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΕΖΑΡ ΦΡΑΝΚ

 


PABLO NERUDA

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΕΖΑΡ ΦΡΑΝΚ

 

Ποτὲ δὲν ἀφιερώθηκα στὸ διάβασμα μὲ τόση εὐχαρίστηση καὶ μὲ τόση πλησμονή, ὅσο στὴν Κεϋλάνη, σ᾽ ἐκεῖνο τὸ προάστιο τοῦ Κολόμπο, ὅπου ἔζησα μόνος μου γιὰ πολὺ καιρό. Κάθε τόσο ἐπέστρεφα στὸν Ρεμπό, στὸν Κεβέδο ἢ στὸν Προύστ. Τὸ Ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Σουὰν μ᾽ ἔκανε νὰ ξαναζήσω τὰ βάσανα, τοὺς ἔρωτες καὶ τὶς ζήλειες τῆς ἐφηβείας μου. Καὶ κατάλαβα ὅτι σ᾽ ἐκείνη τὴ μουσικὴ φράση τῆς σονάτας τοῦ Βαντέιγ, φράση μουσικὴ ποὺ ὁ Προὺστ τὴν ὀνόμασε «aérienne et odorante», παναπεῖ «αερόσταλτη καὶ γεμάτη ἀρώματα», ὄχι μόνο γευόσουν τὴν πιὸ ἐκλεκτὴ περιγραφὴ τοῦ παθιασμένου ἤχου, ἀλλὰ καὶ ἕνα μέτρο τοῦ πάθους ποὺ δὲν ἔχει καμία ἐλπίδα.

Τὸ πρόβλημά μου σ᾽ ἐκεῖνες ἐκεῖ τὶς ἐρημιὲς ἦταν νὰ βρῶ αὐτὴ τὴ μουσικὴ καὶ νὰ τὴν ἀκούσω. Μὲ τὴ βοήθεια του φίλου μου, μουσικοῦ καὶ μουσικολόγου, ἐρευνήσαμε τὸ πράγμα γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸ ὅτι ὁ Βαντέιγ τοῦ Προὺστ ὑπῆρξε ἴσως μιὰ σύνοψη τοῦ Σοῦμπερτ, τοῦ Βάγκνερ, τοῦ Σέν-Σάνς, τοῦ Φορέ, τοῦ Ντ᾽ Ἐντὶ καὶ τοῦ Σεζὰρ Φράνκ. Ἡ ἀσήμαντη καὶ κακὴ μουσική μου παιδεία ἀγνοοῦσε τελείως ὅλους αὐτοὺς τοὺς μουσικούς. Τὰ ἔργα τους ἦταν για μένα κουτιὰ ἀνύπαρκτα ἢ κλειστά. Τὸ ἀφτὶ μου ἀναγνώριζε πάντα μόνο τὶς στοιχειώδεις μελωδίες, καὶ τοῦτο πάλι μὲ δυσκολία.

Στὸ τέλος, προχωρώντας στὸ ψάξιμο, ποὺ ἦταν μᾶλλον λογοτεχνικὸ παρὰ σχετικὸ μὲ τοὺς ἤχους, ἔπεσα πάνω σ᾽ ἕνα ἄλμπουμ μὲ τοὺς τρεῖς δίσκους τῆς σονάτας γιὰ πιάνο καὶ βιολὶ τοῦ Σεζὰρ Φράνκ. Δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία: ἐδῶ μέσα ἦταν ἡ φράση τοῦ Βεντέιγ. Δὲν ἔμενε καμία μὰ καμία ἀμφιβολία.

Ἡ ἕλξη μου ὑπῆρξε μόνο φιλολογική. Ὁ Προύστ —ὁ μεγαλύτερος ποιητικὸς ρεαλιστής, στὸ κριτικὸ χρονικό του μιᾶς κοινωνίας ποὺ ψυχορραγοῦσε καὶ ποὺ ὁ ἴδιος τὴν ἀγαποῦσε καὶ συνάμα τὴ μισοῦσε— σταμάτησε μὲ παθιασμένη εὐχαρίστηση μπροστὰ σὲ πολλὰ ἔργα τέχνης, πίνακες καὶ καθεδρικοὺς ναούς, μπροστὰ σὲ κορυφαῖες ἠθοποιοὺς καὶ σὲ βιβλία. Καὶ ὅπως ἡ ὀξυδέρκειά του φώτιζε ὅλα ὅσα ἄγγιζε, ἔτσι ἀπέδωσε καὶ τὴ μαγεία τῆς ἐν λόγω σονάτας καὶ τοῦ συνεχῶς ἐπανακάμπτοντος θέματός της μὲ μιὰ ἔνταση τέτοια, ποὺ δὲν ἐπιτρἐπει ὁποιαδήποτε ἄλλη περιγραφή. Τὰ λόγια του μὲ ὁδήγησαν νὰ ξαναζήσω τὴ δική μου ζωή, τὰ μακρινά μου συναισθήματα τὰ χαμένα μέσα σ᾽ ἐμένα τὸν ἴδιο, μέσα στὴ δική μου ἀπουσία. Καὶ ὅπως ὀρέχτηκα νὰ δῶ μέσα στὴ μουσικὴ φράση τὴ μαγικὴ λογοτεχνικὴ ἀναφορὰ τοῦ Προύστ, ἔτσι υἱοθέτησα τὰ φτερὰ τῆς μουσικῆς ἢ ἔστω ἔτσι υἱοθετήθηκα ἐγὼ ἀπὸ αὐτὰ.

Ἡ φράση ἐμπλέκεται στὴ βαρύτητα τῆς σκιᾶς, μοιάζει νὰ πνέει τὰ λοίσθια, κι ἔτσι κάνει ὁλοένα σκοτεινὀτερο, καθὼς τὸν ἐπιβραδύνει, τὸν ἐπιθανάτιο ρόγχο της. Μοιάζει νὰ οίκοδομεῖ τὴν ἀγωνία της σὰν γοτθικὸ οἰκοδόμημα, ὅπου ὁ ἑλικοειδὴς διάκοσμος ἐπαναλαμβάνεται φερμένος ἀπὸ τὸν ρυθμὸ ποὺ ὑψώνει ἀσταμάτητα τὸ ἴδιο ἄνυσμα.

Τὸ στοιχεῖο ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν πόνο ἀναζητεῖ μιὰ θριαμβευτικὴ ἔξοδο ποὺ δὲν ἀρνεῖται στὰ ὕψη ποὺ φτάνει τὴν τσαλακωμένη ἀπὸ τὴ θλίψη καταγωγή της. Φαίνεται νὰ τυλίγεται σὲ μιὰ παθιασμένη σπείρα, ἐνῶ τὸ ἐρεβῶδες πιάνο συνοδεύει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἤχου. Ἡ σκυθρωπὴ οίκειότητα τοῦ πιάνου φέρνει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὸ φῶς τὴ φιδίσια γέννηση, μέχρις ὅτου ὁ ἔρωτας καὶ ὁ πόνος συμπλέκονται στὴ νίκη ποὺ ψυχομαχεῖ.

Γιὰ μένα αὐτὸ ἦταν ἡ μουσικὴ φράση καὶ ἡ σονάτα.

 

Ἡ ἀπότομη σκιὰ ἔπεφτε σὰν γροθιὰ πάνω στὸ σπίτι μου τὸ χαμένο μὲς στὶς φιστικιὲς τῆς Βελαβάθα, ὅμως ὅλες τὶς νύχτες ἡ σονάτα ζοῦσε μαζί μου, μὲ καθοδηγοῦσε καὶ μὲ ἀγκάλιαζε σφιχτά, μοῦ μετέδιδε τὴν ἀέναη μελαγχολία της.

Οἱ κριτικοὶ ποὺ ἔχουν τόσο πολὺ ξεμπερδέψει τὰ ἔργα μου δὲν ἔχουν διακρίνει ἴσαμε σήμερα αὐτὴ τὴ μυστικὴ ἐπίδραση ποὺ ἐξομολογοῦμαι ἐδῶ. Διότι ἐκεῖ, στὴ Βελαβάθα, ἔγραψα τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ποιημάτων ποὺ ἐντάσσονται Στὰ χθόνια δώματα. Μπορεῖ ἡ ποίησή μου νὰ μὴν εἶναι «γεμάτη ἄριες καὶ ἀρώματα», παρ᾽ ἁπλῶς θλιβερά χθόνια, θλιβερὰ γήινη, ἀλλὰ νόμίζω ὅτι τὰ θέματα ἐκεῖνα, τὰ τόσο ἐπανειλημμένως πένθιμα, πρέπει νὰ ἰδωθοῦν μὲ τὴ ρητορικὴ οἰκειότητα τῆς μουσικῆς ἐκείνης ποὺ ἔζησε μαζί μου.

Χρόνια πιὸ ὕστερα, ἔχοντας πιὰ ἐπιστρέψει στὴ Χιλή, συνατήθηκα σὲ μιὰ κοινωνικὴ συνάθροιση, ὅπου ὑπῆρχαν καὶ νέοι, μὲ τοὺς τρεῖς μεγάλους χιλιανοὺς συνθέτες. Ἦταν, νομίζω, τὸ 1932 στὸ σπίτι τῆς Μάρθας Μπρουνέτ.

Ὁ Κλαουντιο Ἀράου συζητοῦσε σὲ μιὰ γωνιὰ μὲ τὸν Δομίνγκο Σάντα Κροὺς καὶ τὸν Ἀρμάνδο Καρβαχάλ. Τοὺς πλησίασα, καὶ αὐτοὶ μόλις ποὺ μοῦ ᾽ριξαν ἕνα βλέμμα. Συνέχισαν νὰ μιλᾶνε ἀτάραχοι γιὰ μουσικὴ καὶ μουσικούς. Ἀποπειράθηκα τότε νὰ κάνω αἰσθητὴ τὴν παρουσία μου μιλώντας τους γιὰ ἐκείνη τὴ σονάτα, τὴ μοναδικὴ ποὺ γνώριζα.

Μὲ κοίταξαν ἀφηρημένοι καὶ μὲ ὕφος ὑψηλὸ μοῦ εἶπαν:

«Σεζὰρ Φράνκ; Γιατί Σεζὰρ Φράνκ; Νὰ γνωρίσεις τὸν Βέρντι — αὐτὸν πρέπει».

Καὶ συνέχισαν τὴ συζήτησή τους θάβοντάς με σὲ μιὰν ἄγνοια ἀπὸ τὸν τάφο της ὁποίας ἀκόμα ἐγὼ δὲν ἔχω βγεῖ.

 

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Pablo Neruda, Confiesο que he vivido, Seix Barral. Barcelona 2017, σσ. 115-117.

Δημοσιευμένο και στις Στάχτες του Στράτου Φουντούλη. Δες εδώ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου