Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Ο ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ


 

EMILIO PRADOS

 

Ο ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ

 

I

Πλάι στη θάλασσα είναι ο μανδύας εκείνος που γεννάει το φως

και διπλώνεται ο αέρας όπως και στη σκληρή αμμουδιά του εντελώς μονόπαντα·

εκεί κοιτούν οι άντρες και πεθαίνουν κόντρα στο κρασί

και κλαίνε τα κεφάλια των παιδιών

και κλαίνε των ψαριών τα μάτια

και αμίλητα απλώνονται τα μαλλιά των γυναικών ίσαμε τα σύννεφα:

δεν μπορώ να μην τραγουδώ σαν εκείνα τα πουλιά

που δεν ξέρουν τίποτα για την ηρεμία των αλεύρων

και περπατούν στο χιόνι

σε κάτι μακριά σεντόνια επάνω

ενόσω το φεγγάρι ανεβαίνει κατακόρυφα.

Έχω δει, βεβαίως κα έχω δει κάτι φορές

φαρδιά πουλιά να αιωρούνται στην ομίχλη:

σήμερα δεν μπορώ να τραγουδώ εδώ σαν κι εκείνα τα πουλιά.

Δεν μπορώ, όχι, να τραγουδώ: πάω σε ταπεινές μεσαυλές,

με ρούχα μπαίνω εκεί νυχτερινά,

επισκέπτομαι όντα που φυλάνε τα κοπάδια τους ή και την αγωνία άλλων νεκρών.

Περπατώ στους ξερούς ασκούς των κρασιών όπου κοιμάται το φεγγάρι

και στα ψηλά κυπαρίσσια που σέρνουνε τις αλυσίδες τους

και μεγεθύνουν την πορεία τους κάτω απ’ τα πλατιά γεφύρια:

κάτω απ’ τα πλατιά γεφύρια όπου πονάει η ζωή και υποφέρει

και που οι άνθρωποι ζυγώνουν να πεθάνουν κολυμπώντας στη σιωπή

ένας-ένας, εκατομμύρια από τις τέσσερις άκρες του ορίζοντα,

από τις τέσσερις θάλασσες όλης της λήθης όπου κλαίνε και θρηνούν τα ψάρια.

Κάποιοι είναι σαν μεγάλα νιαουρίσματα που θολώνουν τα τζάμια

σαν τεράστιες στρουθοκάμηλοι

σαν βρεγμένη λινάτσα

ή είναι λευκές ουλές σαν δρόμοι μακριοί

και μαύρα ζωνάρια σαν ποτάμια όπου κοιμούνται τράπουλες αφού τις έχουν κόψει τα χέρια.

Κάποιοι είναι κατά το ήμισυ περιστέρια και σέρνουν στα περιβόλια

τα φύλλα του θανάτου τους και του ταξιδιού τον πόνο,

αλλά και ο πόνος των σφαιρών που καταπίνουν τα σκυλιά

εκεί δίπλα σε μια πλευρά όλο φλόγες που διατρέχουν κίνδυνο.

Κάποιοι είναι σαν έριο άξεστο που καταλύει τρελαμένο τα βελάσματά του

ανάμεσα σε σπάρτα ολόξανθα ή εξοργισμένες βλεφαρίδες.

Κάποιοι είναι άτονα και μαραμένα αστέρια

και χέρια τσακισμένα σαν μικροσκοπικές παλάντζες,

σαν μικρούτσικα ολοστρόγγυλα πουλιά που λαβώνονται, λαβώνονται δε απ’ το αίμα που ραμφίζουν:

το αίμα αυτό κραυγάζει και πηδάει τους φράχτες του αλατιού και όλα τα βάθη του όπως και όλα του τα δυνατά δελφίνια:

τούτες οι κραυγές που σηκώνουν δίχως χρήση ορειχάλκου γλάρους,

κάνουν νήμα τα μαλλιά του κρασιού με τα αλιεύματα,

ενώ το φεγγάρι κρέμεται σαν ψάρι εκεί χοντρό

όπου τα δάχτυλα παίζουν ντόμινο χωρίς μάτια ή αναμενόμενο στο μέλλον χρήμα

μα με τραγούδια αγκαθωτά που έχουν λησμονήσει τον αέρα.

Κάποιοι είναι σαν τεράστια ηλιοτρόπια

και ανάμεσα σε μηχανικούς κροτάφους

και μόλυβδο ή κεριά λειώνουν και φεύγουνε,

πάνε μπροστά και σταματούν ξαφνικά σαν πυρετός ή και σαν πόρτα:

μια μεγάλη σταγόνα κοιτάζει και πονάει,

κοκκινίζει τις άκρες της και χάνεται, εγκαταλείπει το μέρος:

ένα τράχωμα τσούζει τα ταπεινά σπίτια που μυρίζουν σαν αράχνες

ανάμεσα σε απαλά-απαλά φοινικόδεντρα και φλογέρες που σαπίζουν.
Κάποιοι άλλοι κουβαλούν τζιτζίκια

και τους ακολουθούν περιστέρια, σκουληκαντέρες και παιδάκια

και μικρές σημαίες

και σφραγίδες σαν φώτα

ή ο ήχος των τροχών και του λαδιού η λάσπη:

Αυτοί όλοι δεν είναι καμπάνες, ούτε μυρμήγκια ούτε παπαρούνες:

μυρίζουν λάσπη και θλίψη,

γυναίκα και ξίδι

πράσινο καλάμι που ταλαντεύεται

και κορμί ή πέτρα που βυθίζεται αργά-αργά στο νερό μέσα.

Κάτω απ’ τα πλατιά γεφύρια όπου η ζωή πονάει και υποφέρει

φτάνουν, ναι, φτάνουνε πυγολαμπίδες και βαριά παλαμάρια, ασήκωτα:

εκεί οι μηροί υπακούουν χωρίς τρέμουλο και χωρίς απόλαυση

στη σκιά που φτύνουν και στου αφρού το φλοίσβισμα:

εκεί οι άνθρωποι μαυρίζουν

και ξεχνιούνται οι φάτσες:

ένα-ένα, εκατομμύρια από τους τέσσερις ανέμους,

καταφθάνουν τα πλοία για να πεθάνουν κάτω από τις γέφυρες.

Είναι άλλο ένα περιπλανώμενο βάρος στην απέραντη Γη,

άλλη μι’ αγέλαστη βούληση που περπατάει,

άλλα σώματα κρέμονται από τους βαριούς κι ασήκωτους βράχους,

άλλο ένα τραγούδι γυμνό,

άλλο ένα έγκλημα που διεπράχθη μόλις προσφάτως.

Έτσι σκούζουν τα κύματα! Έτσι σκούζουν τα κύματα!

Ω δίψα, δίψα των βουνών και των ψηλών των σύννεφων!

Ω δίψα για χαλκό και λέπια!

Δίψα για τα πλατιά μέτωπα όπου πλέχει ο άνθρωπος:

για εκείνα τα ωκύποδα πιάτα που κυλούν σαν φεγγάρια

και καταλήγουν ξάφνου σε μια τοσοδά μικρή τσεπούλα!

Πλάι στη θάλασσα είναι το τραγούδι αυτό που γεννά τη σιωπή,

εκεί κλαίνε τα παιδιά

και τα κεφάλια των ανθρώπων κοιτάζουν και πεθαίνουν κόντρα στο κρασί,

κι έχω δει έχω δει κάτι φορές κάτι φαρδιά πουλιά να αιωρούνται στην ομίχλη

όπως και σήμερα βλέπω κάτω από τις γέφυρες

το ίδιο να κάνουν και οι άπτεροι βραχίονες των γερασμένων εργατών.

Σαν τον θρήνο στη γη,

σαν τις φωνές στη βροχή,

σήμερα δεν μπορώ να τραγουδάω εγώ σαν εκείνα τα πουλιά.

Πώς μπορώ, πώς μπορώ να μεγαλώσω δίχως χέρια

κάτω από τις επώδυνες διαρροές τούτης εδώ της αγωνιώδους άμμου;

Όπως αναγνωρίζω τα πλάτη των αλεύρων

έτσι ακριβώς σαπίζουν και πλάι στο δέρμα μου ένα σαλιγκάρι κι ένας ολόκληρος κόσμος.

 

 

ΙΙ

 

Ανήκω σ’ εκείνους τους δρόμους τους πλατιούς όπου μετέχουν και τα δέντρα·

σ’ εκείνη τη μυρωδιά που αφήνει νήμα το νήμα ο στήμονας στους τροχούς σαν τραγουδάει.

Κινούμαι μες στην αγκαλιά μου γιατί δεν μπορώ να βρω το πρόσωπό μου μόνο

στο μέλι σταγόνα τη σταγόνα σαν τις περιπλανώμενες αγέλες.

Τραγουδάω, τραγουδάω στα έρια επάνω των βούρκων

και στην ηρεμία όσων δασών αγνοούνται·

τραγουδάω όπως το φεγγάρι που γλιστράει επάνω στα λιθάρια,

ανάμεσα στα σκουριασμένα πλήθη που κατασκηνώνουν στους ποταμού τις όχθες.

Τραγουδάω, τραγουδάω μέσα στην απέραντη νύχτα

σε τούτο το αχανές κονσερβοκούτι που συντηρεί την άμμο:

«Μακάρι να μπορούσα μοναχά μια μέρα,

όπως αυτός ο λόγος που εμψυχώνει την ιδιοφυΐα μου,

ν’ άνοιγα διάπλατα τις πόρτες

του κορμιού μου και των αγροκτημάτων…»

Ανήκω στον πάτο εκείνων των αρχαίων λιμνοθαλασσών,

εκείνων των ανθρώπων που περπατούν στον κόσμο δίχως να γνωρίζονται·

σ’ εκείνες τις μακρές συστάδες τους που πονάνε κόντρα στην κάνναβη,

που εγκαταλείπουν τα ονόματά τους σαν φύλλα λαδιού.

Ανήκω σ’ εκείνα τα ψάρια που αντιστέκονται όπως πέφτει το χιόνι, όπως πέφτει το χιόνι·

σ’ εκείνα τα σκληρότατα νερά που τραγουδούν και που μια μέρα ξυπνάνε στον γιαλό ορθωμένα.

 «Μακάρι να μπορούσα, σαν εκείνα τα όντα της λήθης που περνούν και αναθεωρούν τη μοναξιά τους κάτω απ’ το φεγγάρι, ν’ άφηνα κι εγώ στο χιόνι όλη τη ζέση της λαχτάρας που στεφανώνει το μέτωπό μου…»
Τραγουδάω, τραγουδάω σαν τίποτα απομακρυσμένα δέρματα χωρίς αλάτι και χωρίς στυπτηρία:

τραγουδάω μέσα στην απέραντη γαλάζια νύχτα, κάπου εκεί πέρα στον Βορρά.
Ανήκω σ’ εκείνες τις απλωμένες πεδιάδες που αντηχούν χωρίς αέρα και παραμένουν πεδιάδες·

σ’ εκείνα τ’ αρχαία ξεχασμένα πηγάδια που τα μάτια μετρούν τη χαραυγή των οστών τους.

Τραγουδάω, τραγουδάω το βραχνό μουγκανητό των βισώνων που καλπάζουν να φτάσουν όπου νά ’ναι στις πάμπες: «Μακάρι να μπορούσα μια μέρα να παρατήσω σε τούτη τη μακρινή ζέση, σαν άσπρο καράβι, το πανύψηλο παγόβουνο που μαχαιρώνει την αγωνία μου…»

Υπάρχουν της βροχής σταγόνες που δεν ανταμώνουν (στάλες χαμένες) τ’ ουρανού τους το άγγιγμα·

όπως υπάρχουν και πουλιά που ξεχνούν την πλησμονή της απόστασης όπου έχουν δημιουργηθεί.

Εγώ ανήκω στους ανθρώπους αυτούς που πεθαίνουν.

Ζω εδώ μες στην αγκαλιά μου, γιατί δεν βρίσκω το όριο που χωρίζει τα δυο μου μπράτσα.

Τραγουδάω, τραγουδάω τη σκιά των πιο πλατιών ποταμών·

τραγουδάω κάτω απ’ το διάχυτο φως των γεφυρών: «Μακάρι να μπορούσα μια μέρα, μια μέρα μόνο, να εγκατέλειπα τελείως αυτά τα βόδια στη γη που οργώνουν σήμερα του ονείρου μου τις άκρες …»

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου