EDUARDO CHICHARRO BRIONES
ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΑΡΛΟΣ
Κάρλος, σου γράφω δεκατρία τρένα
τρίλιες δεκατρείς κι εσύ ταρακουνιέσαι
και κουνιστές καρέκλες σπίτι σου στέλνω.
Το σπίτι σου είναι πράγμα
που δεν συμβαίνει.
Στην πιο λεπτή κόχη σου γράφω
του αναβολέα.
Στέκομαι στο ίδιο πόδι και λέω
πώς ακολουθώ το νήμα του σύκου σου
το λεπτότερο εγώ σύκο ακολουθώ καταπόδι.
Από το σπίτι μου στο σπίτι σου συνεχίζω συνεχίζω
να στέλνω απαστράπτουσες καρέκλες κουνιστές.
Το βράδυ κοιμάμαι, ονειρεύομαι, τρώω, κατουράω,
ονειρεύομαι, μπαμπά βάλε τα χέρια στους ώμους σου
η όψη έχει χιονόλευκο διάφανο κερί
μια διφορούμενη χειρονομία των χειλιών του, φοβάμαι πολύ
περνάνε γίδια από τα μάτια τους, δώσ’ μου γάλα
και βάλε σ’ ένα αυτοκίνητο το στενό παντζάρι
εις τους αιώνας των αιώνων κατουριέμαι πάνω μου.
Ελάφια περνούν απ’ τα μάτια μου
παλεύουν στην κλίνη μου πέστροφες
από κάτω της περνάει το χαβαρόνι, απ’ τον γιαλό ο τσαλαπετεινός.
Τα κόκαλά μου ότι είναι από φελλό ονειρεύομαι πότε-πότε
και τα κόπρανα που ξερνάω είναι σαν χρυσάφι.
Κάθε βράδυ εμφανίζεται ένας γίγαντας
και μου λέει τα πάντα, τα πάντα,
ό,τι δεν καταλαβαίνω έρχεται και μου το λέει συνέχεια.
Ο γίγαντας αυτός δεν με λέει με τ’ όνομά μου
ούτε μου τραβάει τ’ αφτί.
Και σε ρωτάω Κάρλος: γιατί σου γράφω τώρα
και σου στέλνω κουνιστές καρέκλες;
Αν σου διηγηθώ αυτό που ονειρεύομαι δεν θα στεναχωρήσω
κανέναν καλό φίλο που με ακούει –
τουλάχιστον έτσι νομίζω και μουδιάζω
ήδη στις πόρτες του απόψε.
Τί με περιμένει; Ποιός σαλεύει μες στο μισόφωτο
όπου κλείνουν απαλά τα βλέφαρά μου;
Εδώ μετά επιστρέφω για ύπνο σαν γάντι
του κουνελιού που βρίσκεται μπροστά στο σιντριβάνι μου.
Φυλάω ένα κομμάτι από το φαιλόνιο του γίγαντα
βάζω μπότες βγάζω κουβέρτες κρεμάω παλτά
φέρνω κουρέλια και κάνω τα μαξιλάρια μου στοίβα.
Σε μια τρύπα καταφεύγω, παίζω τον ψόφιο
και περιμένοντας να έρθει ο ύπνος ουρλιάζω.
Επιστρέφει ο άνεμος, το φαιλόνιο, τα οστά,
ο γίγαντας, το περιπόδιο και ο τσαλαπετεινός.
Εν τω μεταξύ, Κάρλος, θα σου στείλω το ταχύτερο κουνιστές καρέκλες.
Τις καταλαβαίνεις; Τις βλέπεις που σ’ τις στέλνω;
Στο μεταξύ σου λέω μείνε συντονισμένος
στο ζωύφιο που σκαρφαλώνει μέσα από τα γένια
και είναι κομμάτι τρελούτσικο και τρώει πολύ.
Στο καταφύγιο της νόριας βρίσκεται ο λαγός
ο μύλος φτύνει κυπαρισσιών συστοιχίες
ο γέρος τραβάει κλοτσιές στην κούνια
ο δεσπότης μαντάρει τον κώλο της σφήκας βρίζοντας
και η ψείρα επιζεί στο κοντάρι του σαρώθρου, της σκούπας.
Κάρλος μες τη νύχτα ούτε τον εαυτό σου δεν βλέπεις,
είσαι θυρωρός κι έχεις όπλο κυνηγετικό στον ώμο;
Έχει κι αυτός ο θυρωρός κι έχεις κι εσύ θυγατέρα; –
με το χέρι του μου υπογράφει και με διδάσκει
ένα βλεννογόνο πράγμα. Εσένα όχι;
Να πω ότι κουράζομαι, ότι είμαι ζωντανός επειδή κουράζομαι;
Ή να πω ότι ζω, ότι να ζω κουράστηκα;
Let me I write you, my dear.
Λέω που μου λες που λέω
σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους της λύπης μου
το μαρτύριο του ξεχαρβαλωμένου και ετοιμόρροπου ανθρώπου.
Είμαι εγώ ιερέας, έχω ενορία ράσα;
Ή τό ’χει συνήθεια ο δεσπότης
να κάνει ή να μην κάνει τον καλογερόπαπα;
Σου στέλνω συνέχεια κουνιστές καρέκλες,
φρόντιζέ τες, γυάλιζέ τες, εξάντλησέ τες,
γόνδολες, λάμπες, βάλτες στη σειρά, άρμεγέ τες,
φύλαγέ τες βαθιά στο στήθος σου
καταπώς το λέει κι ο γέροντας σουλτάνος:
έτσι και σκοτώσει τον αρουραίο η παροιμία
εσύ άσπρισε το σπίτι σου
όπερ και σημαίνει το ίδιο πράγμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου