MICHEL LEIRIS
ΤΟ
ΣΙΔΕΡΟ ΚΑΙ Η ΣΚΟΥΡΙΑ
στον
Ζακ Μπαρόν
Έτσι
και περάσω ο χώρος ουρλιάζει
και
η σπάθη των πρώτων λεπτών ακονίζει
τον
διαχωρισμό των οστών του στον τροχό του χρόνου
τα
δε σκυλιά της καταιγίδας αλυχτούν ανάμεσα στους ιμάντες
που
γεννοβολούν σπινθήρες και αγώνες με δόρατα
Η
άμμος κυλάει στα σκαλοπάτια του αίματος
Κάθε
βήμα είναι μια ανοιχτή πυραυλική πύλη με δύο ορθοστάτες
Οι
κυκλοφορούντες αετοί περνούν απ’ την παρθένα κοιλάδα των οστών
Ένας
σκελετός σπάει το σχοινί Σιωπή Δείκτης των χειλιών
των
χειλιών που έσκασαν και που ματώνουνε στην κούνια
Η
τόλμη των ξορκιών φουσκώνει το παιχνίδι των δαχτυλιδιών και των δοκάνων
τύμπανο
συγκεχυμένο και καμένο το βράδυ από των αιώνων το φάντασμα
η
κλειδαριά σφυρίζει όταν μιλάω ακόμα και με χαμηλή φωνή
το
κλειδί με προσκαλεί στον χορό των σιδηρουργών
λυγμοί
πολύ μακρόσυρτοι ως Καρχηδόνα υπερφυσική
τα
ευπαθή δοκάρια τσακίζουν τον χώρο
ο
πυριτόλιθος είναι αετός με πέταγμα ελικοειδές που θυμίζει εξορία
τα
φτερά του είναι μαχαίρια αγκυροβολημένα στη γη
το
κύκλωμα είναι κεφαλαίο αλλά και η φωτιά ξέρει πώς να διαπερνά
τις
πανοπλίες της προφανούς βεβαιότητας
Πολύ
καλά γνωρίζετε ότι ίσως κλάψω
αν
οι θαλάσσιες ελαφίνες που ζουν μες στης παστάδας την ελαφρότητα
αποβιώσουν
με τα εκκλησιαστικά όργανα που καίγονται κάτω από τη θάλασσα
Μελωμένη
γοργόνα
καταπραΰνει
την αυστηρότητα και τη χολή των συγκρούσεων
ο
εσπερινός εορτασμός πυροδοτεί κι άλλο κάτι σκελετούς περίλεπτους που λογοφέρνουν
για τις απολαύσεις
όπως
τα καθημερινά εκείνα ντουλάπια όπου αναιρούνται ανθρώπινα σώματα
Μία
λάμπα
ένα
κάστρο που χασμουριέται με όλες του τις καγκελόπορτες
ένα
βασίλειο με εμβρόντητες και πανικές βατίστες Μαλακή δαντέλα
οι
συζυγίες διασχίζουν την πεδιάδα σε ομάδες φαντασμάτων
επισείουν
την τριγωνική φλόγα
και
ξαφνικά πέφτουν σαν τη σημαία του ζευγολάτη –
μακελειό
πρωτότυπο και με του κεραυνού την κάλυψη
Ω
ιδρώτα σαρακοστιανέ εσύ και κατάκοπε
Ο
χρυσωμένος ήλιος τρώει τσεκουριές
εγκαταλείπει
τη σχεδία της σιωπής
όπως
το 2 με το 2 κάνουν 4
Σκύβει
και ακραγγίζει το περίπτερο των λάμψεων
τον
μαύρο των χταποδιών εξάντα
το
έγκλημα των πόλων που ξέχασαν τις παγοστήλες τους
όπως
τα ανίδεα δικά μου χέρια συνεχώς ξεχνούν τις πέτρες που αποτύπωσαν επάνω στις δυο
μου παλάμες
τα
επιπεδόσφαιρα του αίματος και των οστών
Ελλείψει
πλήξης
χαλάζι
οστών θα έπεφτε απ’ τα σύννεφα
αν
τυχόν μιλούσε ο ήλιος για μια και μόνη φορά στ’ αφτί μου
που
ανέβηκε κι έκατσε στο σκαμνί της ακοής
Αν
του τέντωνα το άκαμπτο σκοινί των απτικών αισθήσεων
τον
προδοτικό στύλο των βλεμμάτων
θα
βαριόταν ανάμεσα στα δάχτυλά μου σαν φίδι μες στις φλόγες
φίδι
που διαρρέεται από κεφάλια
και
που φτάνει από τους λυγμούς στο τέλος να σαπίζει
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου