RAFAEL ALBERTI
ΚΑΤΟΙΚΙΑ
ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Οι
γεμάτοι σκορπιούς ουρανοί εκείνου του αιώνα παρακώλυσαν την έλευση των νέων
περιστεριών.
Η
αγανάκτηση μετεωριζόταν πάνω απ’ τον ασβέστη των περιττωμάτων των πιο παλιών
περιστερεώνων.
Κάποια
αυγή εφώναξε τότε: πόλεμος!
Το
μίσος και η αποξένωση ενός ρόδου που τό ’χει φτύσει κάποιο ποτάμι στην κοίτη
των άθαφτων υπονόμων θα σας φέρει σε επαφή με τα ηλεκτρικά ρεύματα των ημερών
εκείνων.
Με
το που έκλεινε ένα μάνταλο, η νύχτα ούρλιαζε: θάνατος!
Και
το φεγγάρι που μέχρι τότε οι αστρονόμοι το υπολόγιζαν σκληρό και αδιάλλακτο,
άνοιξε το στόμα του για τρεις πενταετίες προκειμένου να ξεράσει αίμα: επάνω
στους πράσινους αφρούς του φθόνου, επάνω στις κιτρινωπές λακκούβες της οργής, επάνω
στους κόκκινους μεγάλους τοίχους που συνηθίζει ο θυμός να υψώνει.
Αίμα
αιφνιδιασμένο, αγάπη μου, από μια προκατάληψη που τη νομίζαμε ήδη νεκρή.
Χτυπάω
εντελώς ψυχρά το στοιχειώδες κάλλος της Γης, που έχει καταφαγωθεί από τη λάβα,
και κάνω πρόποση υπέρ της απόλυτης καταστροφής των άστρων.
Πληγώστε
με, πληγώστε με, γιατί είμαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να αντιμετωπίσει ολόκληρο
τάγμα αγγέλων.
Πλην
όμως δεν υπάρχουν πια: τους απανθράκωσα όλους σε μια στιγμή έντονης ανίας.
Είμαι
αθάνατος: δεν έχω κανέναν να με πληγώνει.
Και
ιδού τώρα προσωπικώς σκυλοβαριέμαι μπρος στις απελπισμένες στάσεις των νεκρών
που ονειρεύονται ασκόπως και ανωφέλως της σάρκας την ανάσταση.
Εδώ
όμως είναι το περιστέρι 948.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου