FEDERICO
GARCIA LORCA
ΤΟΥ
ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΙ ΕΧΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ
Του
ποταμού τί έχει το νερό
αυτό
το τόσο τρυφερό βραδάκι;
Κοιτάει
τον καθαρό ουρανό
και
σαν ν’ αναστενάζει μοιάζει;
Ουρανέ
μικρέ, μικρέ και τρελουλιάρη,
της
ζωής του καθενός γερο-καθρέφτη,
ποιά
ρομάντσα θα μας τραγουδήσεις
των
κρίνων νά ’ναι τώρα αιχμάλωτη;
Νερό,
μην είσαι τάχα ερωτευμένο
και
φαντάζεσαι πως είσαι κιόλας
στον
ουρανό εσύ τ’ άσπρα τα σύννεφα,
κι
εσύ το πράσινο χορτάρι στα χωράφια;
Φαντάζεσαι
τα καθαρά σου κύματα
(αυτόν
τον λυρικό κι αιώνιο θρύλο)
των
σωθικών σου ότι είναι ο θρήνος,
ενώ
είναι μόνο γέλια βαθιά και τρανταχτά;
Νερό
στεκάμενο: κοιμητήριο
σκωληκοφαγωμένων
λυγαριών
που
σου δίνει επιτάφιους και επιτάφιους
με
θυμιάματα από φύκια ολοζώντανα.
Μαύρα
μονοπάτια με βατράχια,
πράσινα
της λέμφου σου φλάουτα.
Τώρα
στον ουρανό επάνω
για
πες, ψυχή βαθιά και κοιμισμένη,
τί
έχεις στη λιμνούλα μέσα
που
κρύβεσαι ήσυχη-ήσυχη
και
όλο μας δείχνεις την αλέα νά ’ναι
παντού
με ομίχλες σαν φαντάσματα;
Τί
έχεις μες στα ρεύματά σου,
διάφανο
θαύμα εσύ, κρυστάλλινο,
που
όλο γεμίζεις μπουρμπουλήθρες
και
βγάζεις στόματα ν’ αναστενάζεις;
Ίσως
περνάς και ονειρεύεσαι
κάτι
που δεν ξεχνάει ο άνθρωπος.
Ίσως
όμως είσαι ακόμα εδώ,
ενώ
περνάς και φεύγεις· εδώ είσαι,
και
μένεις απλώς για να μας χαιρετάς,
καθώς
περνάς πολύ αργά και σέρνεσαι
με
κάτι ευδιάκριτες ξεχωριστές σταγόνες.
Τριλίζουνε
οι στεναγμοί σου
στο
γαλήνιο μέσα δείλι
και
κάνουνε σαν άλλα αηδόνια
ανάμεσα
εκεί στις λεύκες
και
στον κίτρινο τον γέρο-ήλιο,
επάνω
στο βουνό όταν γέρνει!
Τον
ερχομό πόσο πολύ βαθιά τον νιώθεις
της
φίλης σου της νύχτας!
Πώς
περιμένεις νά ’βγει το φεγγάρι,
να
’ρθει και με τα μάγια του
παντού
να σε χαϊδέψει!
Νερό
της λίμνης άγιο,
με
πόση θλίψη πας, βαδίζεις;!
Θε
νά ’λεγε κανείς πως είσαι μάρτυρας
κάποιας
τρανής μελαγχολίας,
νερό
κρύο τούτου εδώ του ποταμού
που
σκίζεις το λιβάδι δίχως καθόλου βιάση.
Τη
δύναμη ο ουρανός αν σου έδινε,
αν
σού έδινε όσο κουράγιο πρέπει,
το
ξέρω εσύ στεκάμενη δεν θα μπορούσες
λίμνη
να γενείς μέσα στις άλλες λίμνες,
γλυκό
νερό, γλυκό νεράκι εσύ των ίσκιων.
Αχ,
πόσο θα ’θελα κι εγώ
το
δρόμο σου μια μέρα
να
τόνε πάρω και να τρέξω, να κυλήσω,
κι
ας μ’ έβγαζε… όπου ήθελε η τύχη ας μ’ έβγαζε.
27
Ιουλίου. Δίπλα σε νερά.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου