MICHEL
LEIRIS
ΘΡΥΛΟΣ
Σήμερα
οι πόρτες αναστατώνονται
οι
δε κλειδαριές δεν κοιμούνται ήσυχα μες στη σκοτεινιά τους
που
είναι πιο κάλμα κι από θάλασσα πετρελαίου
Μεγάλα
παραπετάσματα με χαλινάρια γυναικείων ματιών
καταρρέετε
σαν συννεφοκουρτίνες
που
σκίζονται και ξεσκεπάζουν τον ήλιο
που
δεν είναι παρά μια ξυλαποθήκη όλο ίριδες οφθαλμών
Μια
κωφή Ιερά Εξέταση κατατρόμαζε το δωμάτιο –
τανάλιες
από ξεθωριασμένα ξυλόγλυπτα
κύφωνες
του τραπεζιού
πνιγμός
της οροφής
Διάπλατα
άνοιγε το ψαλίδι τα σαγόνια του
στα
χασμουρητά κάποιας απαρηγόρητης χήρας
πλην
όμως τα κατά τύχη τιναγμένα μέλη του
έκοβαν
απλώς και μόνο το κενό
ένα
κενό αχαμνό και κάτισχνο
κενό
που τό ’χε το ίδιο του το ύψος ήδη εγκαταλείψει
Τρία
κούτσουρα έγιναν τότε κάρβουνο στο τζάκι
το
κρεβάτι άνοιξε κι εγώ αντιλήφθηκα να βγαίνει
έξω
από την παραλία το μισό κορμί
μιας
όμορφης και γυμνής γυναίκας
που
επέταγε στη θάλασσα τα βγαλμένα της ρούχα
Όψη
εσύ μεγάλη και υπερήφανη
δεν
σου πήρε χρόνο πολύ για να σε καταπιεί η κινούμενη άμμος
Ούτε
καν οι ίδιες σου οι μπούκλες δεν εγλίτωσαν
Εξαφανίστηκες
τελείως και η παραλία έκλεισε
δεν
εκράτησε καν την εξαίσια οσμή του κορμιού σου
εκείνον
τον υπόγειο της μέθης ατμό
που
θα μπορούσε να έχει φτάσει ακόμα και στα ρουθούνια του σύμπαντος
να
σφίξει τους εναέριους κροτάφους του
και
ακόμα-ακόμα να το κατεξευτελίσει
Μόνα
τους τα ρούχα παρασύρονταν προς άλλους ύπνους
Ω
προτομή με τις μαλακές και τις νεκρές σου φλόγες
τις
εγκλωβισμένες στο τέναγος
από
τον κόσμο τούτον λείπει το φλεγόμενο εκείνο βοσκοτόπι
που
θα μπορεί να ταΐζει όλα του τα μαγεμένα κοπάδια
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου